Το υπουργείο Ανάπτυξης κατάργησε το όριο των 100.000 χιλιάδων ευρώ για επένδυση προκειμένου να ενταχθεί στον αναπτυξιακό νόμο και να επιδοτηθεί. Στην ουσία πρόκειται για παρηγοριά στον άρρωστο, καθώς υπάρχει επενδυτική ένδεια, παρά τις μεγαλοστομίες του υπουργείου για 3,7 δισ. ευρώ που θα πέσουν στην αγορά μέσω του αναπτυξιακού νόμου. Τα στοιχεία του τομεάρχη Ανάπτυξης της Ν.Δ. Κ. Χατζηδάκη δείχνουν πάντως ότι τα ταμεία στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν ρίξει στην αγορά μόλις 60.000.000 σε ενάμιση χρόνο.
Οι επιχειρήσεις καλούνται να υποβάλουν έως τις 30 Απριλίου επενδυτικό σχέδιο με βάση τον σχετικό νόμο που προώθησε το 2011 ο τέως υπουργός Ανάπτυξης Μιχ. Χρυσοχοΐδης. Στο υπουργείο υποστηρίζουν ότι «για το έτος 2012 θα διατεθούν 2,7 δισ. ευρώ υπό τη μορφή φοροαπαλλαγών και 1 δισ. ευρώ υπό τη μορφή επιχορήγησης ή/και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing)». Οι υποψήφιοι μπορούν να ενημερώνονται μέσω του www.ependyseis.gr και των Γραφείων Εξυπηρέτησης Επενδυτών, που λειτουργούν σε όλη τη χώρα.
Η υπουργός Ανάπτυξης Αννα Διαμαντοπούλου προχώρησε σε αρκετές αλλαγές τόσο του επενδυτικού νόμου Χρυσοχοΐδη όσο και του παλαιότερου αναπτυξιακού, ώστε να συμβαδίζουν με το σημερινό κλίμα της ένδειας ρευστότητας και της αδυναμίας τραπεζικού δανεισμού. Ως προς τον αναπτυξιακό νόμο προχώρησε σε κατάργηση του ελάχιστου ορίου επένδυσης των 100.000 ευρώ, ενώ επανεξετάζονται οι εκατοντάδες επενδύσεις που απορρίφθηκαν επειδή δεν προσκόμισαν κάποιο δικαιολογητικό εντός των προθεσμιών, λόγω καθυστέρησης δημόσιας υπηρεσίας. Επιπλέον, παρέχεται παράταση ενός έτους στην ολοκλήρωση όλων των επενδυτικών σχεδίων.
Στον επενδυτικό νόμο του 2011 αυξάνεται το ποσοστό των ενισχυόμενων δαπανών σε κτιριακές υποδομές, βοηθητικές εγκαταστάσεις και διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου από το 40% στο 60%. Ειδικά για τις νέες μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξάνεται το ποσοστό στο 70%. Επίσης, αναστέλλεται η απαίτηση για προσκόμιση έγκρισης δανείου από τράπεζα. Επιπλέον, δίνεται δυνατότητα στον επενδυτή να μπορεί να προβαίνει σε τροποποιήσεις του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, σε ποσοστό έως 10% του συνολικού προϋπολογισμού, χωρίς πρότερη έγκριση του υπουργείου.