Σε ένα πολύωρο θρίλερ παίχτηκε χθες η τύχη της Ελλάδας και η «ματωμένη δόση», με το ΔΝΤ να υποχωρεί τελικά και να αποδέχεται ως βιώσιμο το χρέος, που θα διαμορφωθεί στα επίπεδα του 124% του ΑΕΠ, το 2020.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ ζήτησε αρχικά από τους Ευρωπαίους μείωση του χρέους κατά 40 δισ. ευρώ, σε συνδυασμό με δραστική αποκλιμάκωση των επιτοκίων των δανείων του πρώτου Μνημονίου, που ξεπερνούν τα 80 δισ. ευρώ. Στη συμφωνία αντιδρούσε επί μακρόν η Γερμανία, συνεπικουρούμενη από την Αυστρία, τη Φινλανδία και την Ολλανδία. Αν και αρχικά αυτές οι χώρες εμφανίστηκαν να υποστηρίζουν τη λύση, στη συνέχεια στοιχήθηκαν πίσω από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στηρίζοντας τις γερμανικές θέσεις για «κοκτέιλ» μέτρων και όχι σαφές «κούρεμα».
O πρόεδρος του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μαζί με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί, αλλά και άλλους υπουργούς Οικονομικών ζήτησαν μείωση των επιτοκίων στο 1,55%, από 2,25% που είναι σήμερα. Χωρίς δραστική μείωση του επιτοκίου δεν μπορεί να μειωθεί ικανοποιητικά το δημόσιο χρέος, υποστήριξαν οι θιασώτες της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων του ελληνικού χρέους.
Τη μείωση του ελληνικού χρέους δυσκόλεψε και η άρνηση της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας να συναινέσει στην επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που αγόρασε στο 70% της ονομαστικής τους αξίας το 2010 στη δευτερογενή αγορά. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καθώς και οι άλλες Κεντρικές Τράπεζες της ευρωζώνης κατέχουν σήμερα ομόλογα αξίας περίπου 60 δισ. ευρώ, ενώ η ταυτόχρονη επιστροφή των κερδών θα αποφέρει μια μείωση του ελληνικού χρέους της τάξης των 9,2 δισ. ευρώ.
Στη μείωση του ελληνικού χρέους θα συμβάλει επίσης και η επαναγορά ελληνικών ομολόγων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Το ποσό που θα μπορούσε να αποδεσμευτεί για αυτόν τον σκοπό εκτιμάται σε 10 δισ. ευρώ, ενώ η ανώτατη τιμή επαναγοράς (για να είναι επιτυχημένη η πράξη) θα πρέπει να γίνει σε τιμή κάτω από το 35% της ονομαστικής τους αξίας. Να σημειωθεί ότι ο ιδιωτικός τομέας κατέχει ομόλογα αξίας περίπου 60 δισ. ευρώ.
Στο τραπέζι παραμένει και η παράταση της αποληρωμής τόσο των διμερών δανείων των 53 δισ. ευρώ όσο και των τωρινών δανείων που θα δοθούν από το Ευρωπαικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Στα εργαλεία που εξετάζονται είναι επίσης και η καταβολή μηδενικού επιτοκίου από την Ελλάδα για 10 χρόνια στα δάνεια από τον ΕΤΧΣ. Στο συγκεκριμένο μέτρο αντιδρούν οι βόρειες χώρες, ισχυριζόμενες ότι, αν περάσει αυτό, θα δημιουργηθεί κακό προηγούμενο.
Πάντως, η όποια συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και ΔΝΤ (χωρίς πραγματική μείωση του χρέους και σταθεροποίηση) αργά ή γρήγορα εκτιμάται ότι θα εκληφθεί από τις αγορές ως σήμα για μελλοντική έξοδο της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα. Τούτο από μόνο του αποτρέπει τις επενδύσεις που έχει ανάγκη η χώρα και κυρίως δυσκολεύει Δυτικούς επενδυτές να φέρουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα. Επίσης αποτρέπει και την επανεισαγωγή κεφαλαίων Ελλήνων καταθετών, που σε προγενέστερους χρόνους τα μετέφεραν στο εξωτερικό.
Η Γερμανία δείχνει με τον τρόπο της ότι έχει και δεύτερες σκέψεις για την Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν βιάζεται να καταλήξει σε μια λύση. Την ίδια στιγμή παύουν να φαντάζουν περιθωριακές οι φωνές που λένε ότι οι Γερμανοί στην ουσία εργάζονται για μια Ευρώπη των ισχυρών, από την οποία θα απουσιάζουν οι χώρες του Νότου και οι αδύναμοι.
Τέλος, πρέπει να καταγραφεί και να αξιολογηθεί με τη δέουσα προσοχή και το γεγονός ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει εισέλθει σε μια πρωτοφανή διαδικασία φτωχοποίησης και κάμψης των αξιών σε όλα τα επίπεδα. Ολα αυτά αρκετοί τα θεωρούν «προστάδιο» προετοιμασίας της εξόδου της χώρας από το ευρώ.