Για να νικήσεις τον εφιάλτη του κακού πρέπει να διαλέξεις να ζεις και νοερά και υλικά στο στρατόπεδο του καλού
Εκάβη: «Ω αστροφεγγιά τ’ ουρανού και νύχτα σκοτεινή, γιατί μέσα στο νυχτοσκόταδο τόσο με τρομάζουνε φόβοι και φαντάσματα; Ω σεβάσμια Γη, μάνα των μελανόφτερων ονείρων, μακριά από μένα το νυχτερινό το όραμα, που φοβερό για τον γιο μου, που ζη στην Θράκη, και για την ακριβοθυγατέρα μου την Πολυξένη είδα μέσα στα όνειρά μου. Ω θεοί του Κάτω Κόσμου, γλιτώστε το παιδί μου, που αυτό πια μονάχο στήριγμα του σπιτιού μου κατοικεί στην χιονισμένη Θράκη και το φυλάει φίλος του πατέρα του. Κάτι κακό θα γίνη! Πικρά θα θρηνήσουμε οι πικραμένες! Για πρώτη φορά λαχταράει τόσο αδιάκοπα και φοβάται η καρδιά μου».
Ευριπίδου «Εκάβη», Απαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, στ. 68-82, εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 19
Η εξέλιξη του ονειρόκοσμου στο αθηναϊκό δράμα θυμίζει τη διαδικασία καθόδου αεροσκάφους προς τον διάδρομο προσγείωσης. Οσο τα όνειρα των πρωταγωνιστών των τραγωδιών ταξιδεύουν μπροστά στον χρόνο, χάνει σε ύψος η σχέση τους με τη θεία ουσία. Οσο οι βιωμένες εμπειρίες του ύπνου απομακρύνονται από το εκτυφλωτικό φως του απόηχου των Μηδικών Πολέμων, πλησιάζουν γρήγορα τη χθόνα. Η ιερή μάχη υπέρ βωμών και εστιών εναντίον του κοινού εχθρού με τις ανελεύθερες αντιλήψεις ξεχνιέται και πλησιάζει η εμφύλια, άδοξη ανθρωποσφαγή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στον Αισχύλο («Αγαμέμνων», στ. 176-183) το όνειρο είναι εξεταστέα ύλη από τα μαθήματα που μας παραδίδουν οι θεοί. Στον Σοφοκλή («Ηλέκτρα», στ. 417-430) το όνειρο αποτελεί ανακοίνωση της ετυμηγορίας των θεών για την υπόθεση της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου που αφαίρεσαν τη ζωή του νόμιμου ηγεμόνα.
Περί Δίκης και Νεμέσεως πρόκειται, αλλά οι θνητοί δεν μπορούν να επηρεάσουν οτιδήποτε. Δεν μπορούν να λάβουν μάθημα. Μόνο τιμωρία. Στην Εκάβη, το όνειρό της δεν έχει σχέση με μάθημα. Ούτε με δικαιοσύνη. Ούτε καν με τιμωρία. Απαίσιο μαντάτο είναι, που έχει στείλει η μάνα των μελανόφτερων ονείρων, η Γη. Αγγελμα φρικτής αδικίας και σφραγίδα ανεξίτηλης δυστυχίας που θα πλήξει κατάστηθα την πιο συντετριμμένη κι απελπισμένη μητέρα του ελληνικού δράματος. Η Εκάβη είδε στον ύπνο της «μιαν ελαφίνα παρδαλή να την ξεσκίζη ένας λύκος με νύχια αιματωμένα, που αλύπητα την άρπαξε από τα γόνατά μου» (στ. 90-92).
Αθωότητα
Θέλει η ταλαίπωρη και χαροχτυπημένη βασίλισσα της Τροίας, της πόλης που πόρθησαν οι Αχαιοί, να γλιτώσουν τα παιδιά της από τα ματωμένα νύχια του λύκου που αντίκρισε στην ταραγμένη νύχτα της. Ομως κανένα από τα δυο δεν θα ξανασυναντήσει στη γη των ζωντανών. Η Πολυξένη παραδίδεται για θυσία, σφαχτάρι κανονικό στον τάφο του Αχιλλέα. Ο γιος της Πολύδωρος ήδη είναι φάντασμα, όταν ξεκινά η τραγωδία. Τον σκότωσε ο Πολυμήστορας, που υποτίθεται ότι τον φυλούσε να μην πάθει… κακό.
Η «Εκάβη» είναι η τραγωδία του θανάτου, της αδικίας και της εκδίκησης. Δείχνει έναν κόσμο σκληρό, άνισο και απρόσμενα δόλιο. Τα ζώα που βλέπει στον ύπνο της η Εκάβη δεν έχουν επιλεγεί στην τύχη. Ο λύκος συμβολίζει τον αχόρταγο, αιμοβόρο άρπαγα και το ελάφι την αθωότητα που χάνεται. Ο «λύκος» της τραγωδίας του δεν θα μείνει ακέραστος από το αψύ ποτό του σπαραγμού της Εκάβης. Η μάνα θα πάρει εκδίκηση για τα ελάφια της και ο Πολυμήστορας, ο φονιάς του γιου της, θα χάσει τα δικά του βλαστάρια, μαζί και τα μάτια του. Ο Αδης των σκοτεινών ονείρων σκαρφάλωσε μέχρι τα σπίτια των ανθρώπων και γεμίζει τα πάντα με έλλειψη, απουσία ζωής και πόνο.
Δεν είναι άθεος ο ποιητής και θέλει να μας δείξει την έλλειψη νοήματος και την ανυπαρξία σκοπού. Επιδιώκει να μας διδάξει ότι, όπου απουσιάζει το φως, δηλαδή η καλή προαίρεση, η αθωότητα, ο σεβασμός στους θεούς και η συντήρηση της φλόγας της αρετής εντός μας, έρχεται το αδικοχυμένο αίμα και ύστερα η εκδίκηση. Ο Ευριπίδης έχει διαγνώσει την εξέλιξη της νόσου που πλήττει την πόλη στον καιρό του και θέλει να πει στους Αθηναίους να παραμείνουν όσο πιο αγνοί μπορούν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να νικήσεις τον εφιάλτη του κακού από το να διαλέξεις να ζεις και νοερά και υλικά στο στρατόπεδο του καλού. Στον κόσμο της αδικοπραξίας να περιμένεις μοναχά εκδίκηση.
Παναγιώτης Λιάκος


