Ο Γιώργος Χρηστίδης, εγγονός του Νικολάου Γερμανού, μιλά για τον παππού του και αποκαλύπτει πώς και γιατί ο Ελ. Βενιζέλος τού έδωσε την άδεια να ιδρύσει την Εκθεση που έγραψε ιστορία
Από τον
Αριστείδη Μάτιο
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 πολλοί… καλοθελητές τον αποκαλούσαν «τρελό» κι «ονειροπαρμένο». Κι όμως, 90 χρόνια μετά το «παιδί» του Νικολάου Γερμανού, η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης, συνεχίζει να αποτελεί το γεγονός της χρονιάς για την πόλη κι ένα από τα σημαντικότερα «ραντεβού» για τους εμπόρους σε ολόκληρη τη χώρα, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι το πείσμα, η έμπνευση, ο ενθουσιασμός και οι προοδευτικές σκέψεις κάποιων ανθρώπων πολλές φορές οδηγούν σε… θαύματα!
«”Θα σου δώσω την άδεια, κύριε Γερμανέ, γιατί είσαι δραστήριος άνθρωπος”. Με αυτή τη φράση ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε το πράσινο φως στον παππού μου ώστε να ξεκινήσει η πρώτη Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης» αναφέρει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο εγγονός του Νικολάου Γερμανού Γιώργος Χρηστίδης. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον παππού του, ωστόσο η αύρα και η κληρονομιά του, η πείρα και τα κατορθώματά του συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικό κομμάτι της πολύτιμης περιουσίας που άφησε στην οικογένειά του.
Από τη Χαλκιδική
Ο Νικόλαος Γερμανός γεννήθηκε στο χωριό Βάβδος της Χαλκιδικής το 1864 και σπούδασε στην Αθήνα και τη Γερμανία. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Χάλκη και εργάστηκε στη Σμύρνη ως βοηθός σε φαρμακείο. Το επίθετό του οφείλεται στις σπουδές του στη Γερμανία, ενώ ο πατέρας του λεγόταν Kωνσταντίνος Λιόλιος.
Στη συνέχεια ασχολήθηκε με επιστημονικές έρευνες στο Ινστιτούτο της Ιένης και απεστάλη κατόπιν προτάσεως στον καθηγητή Χάικελ από το πανεπιστήμιο της Ιένης στο Διεθνές Ενυδρείο στη Νάπολη της Ιταλίας, όπου και ασχολήθηκε για ένα εξάμηνο με την έρευνα σε θαλάσσια ζώα.
Οταν επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας του 1890 στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής της Φυσικής Ιστορίας στο Διδασκαλείο Αθηνών. Από το 1906 έως το 1915 διετέλεσε υφηγητής κι επιμελητής στο Φυσιογραφικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εν τω μεταξύ, από το 1899 ήδη είχε προβεί σε ενέργειες για την ίδρυση Ζωολογικού Κήπου, ο οποίος συνεστήθη και διατηρήθηκε στο Παλαιό Φάληρο έως το 1916. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας «ανηφόρισε» στη Θεσσαλονίκη και το 1915 εξελέγη βουλευτής με το αντιβενιζελικό ψηφοδέλτιο, όπως και το 1920.
«Η αγάπη του για τα ζώα και τη φύση τον οδήγησε σε ταξίδια στα πέρατα του κόσμου, μέχρι πριν εγκατασταθεί πάλι στην Ελλάδα. Ταξίδεψε στην Αφρική και σε πολλές ασιατικές χώρες, θαύμασε τη φύση, έγραψε το πρώτο “Βιβλίο των ζώων” που κυκλοφόρησε έπειτα στην Ελλάδα, έκανε φίλους σε όλο τον κόσμο κι αποφάσισε όλες τις γνώσεις και το πνεύμα του να τα… δωρίσει στην πατρίδα μας» λέει ο Γιώργος Χρηστίδης.
Οταν ο Νικόλαος Γερμανός οραματίστηκε την καθιέρωση «ετησίας εμποροπανηγύρεως», το έδαφος ήταν πρόσφορο. Γνώριζε «τας εν Εσπερία γενομένας διεθνείς εμποροπανηγύρεις, των οποίων πολλάς επεσκέφθη», γεγονός που τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι η διοργάνωση «μιας τοιαύτης Εκθέσεως θα ήτο μεγάλης ωφελείας πρόξενος και διά την Μακεδονίαν και δι’ ολόκληρον την Ελλάδα». Χάρη σε δικά του υπομνήματα και ενέργειες, έπειτα από πολλές μάχες, ακόμη και εναντίον της γραφειοκρατίας (η Αθήνα ενέκρινε μόνο μία διοργάνωση!), πέτυχε την άδεια για τη διοργάνωση της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης.
«Οι σύγχρονοί του τον κορόιδευαν και αντιμετώπισε πολέμιους της ιδέας του. Ωστόσο απέδειξε ότι ήταν πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του, ένας οραματιστής με τόλμη και αγάπη για την πατρίδα. Η ζωή του στο εξωτερικό, όπου είδε από κοντά μεγάλες εκθέσεις, τον έκανε να πιστεύει ακράδαντα στην επιτυχία» σημειώνει ο εγγονός του.
Σημείο κατατεθέν
Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 ο εμπνευστής του εγχειρήματος ανοίγει τις πόρτες της πρώτης Εκθεσης, η οποία στεγαζόταν κατόπιν παραχωρήσεως του Στρατού στο Πεδίον του Αρεως, ακριβώς απέναντι από το κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας (έχει κατεδαφιστεί σήμερα). Ετσι, αυτό που το 1926 ξεκίνησε ως διεθνής εμποροπανήγυρις τελικά, με το πέρασμα των χρόνων, εξελίχθηκε σε σημείο κατατεθέν της πόλης και ολόκληρης της βόρειας Ελλάδας.
Τον Ιανουάριο του 1935 απεβίωσε ξαφνικά. Τέσσερις ώρες πριν από τον θάνατό του είχε πετύχει την οριστική παραχώρηση του οικοπέδου των νέων εγκαταστάσεων της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Το τηλεγράφημα θανάτου στους οικείους του έφτασε πριν από αυτό της επιτυχίας του για τη ΔΕΘ, που ανέφερε: «Αύριον παραλαμβάνω έγγραφα χείρας μου, αναχωρώ Κυριακήν. Γερμανός».
Ωστόσο, άφησε πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά, που με τα χρόνια μετατράπηκε σε οργανικό κομμάτι της Θεσσαλονίκης, φτιάχνοντας έναν θεσμό που ταυτίστηκε με την Ιστορία και την εξέλιξη της πόλης, συμβάλλοντας στη μετέπειτα δυναμική της και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς της.