Ο 20χρονος Τζ. Ευμορφίδης, αφού πέρασε από «Μπάρτσα», Ρεάλ, Αγιαξ και Αλκμααρ, έτοιμος να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στον ΠΑΣ Γιάννενα
Από τον
Χάρη Δάντση
Τ ο ποδοσφαιρικό παραμύθι του Τζέιμς Ευμορφίδη άρχισε από την Ολλανδία και τον θρυλικό «Αίαντα». Συνεχίστηκε στις ακαδημίες των Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα και πλέον, στα 20 του, είναι έτοιμος να κάνει ένα νέο ξεκίνημα φορώντας τη φανέλα ενός άλλου… Αγιαξ, αυτού της Ηπείρου. Εχοντας μείνει ελεύθερος από την Αλκμααρ, ο αριστεροπόδαρος μεσοεπιθετικός βρέθηκε στα Γιάννενα και δοκιμάστηκε από τους ανθρώπους του ΠΑΣ.
Ο Γιάννης Πετράκης πείστηκε για τις ικανότητές του και άναψε το πράσινο φως για την απόκτησή του. Από το 2017, εκτός απροόπτου, ο Ευμορφίδης θα αγωνίζεται στους «Ζωσιμάδες» και η «κυριακάτικη δημοκρατία» παρουσιάζει την έως τώρα (αγωνιστική αλλά και εξωαγωνιστική) πορεία του.
Ο πρώτος που διέκρινε το ταλέντο του Τζέιμς (γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1996) πριν καν συμπληρώσει πέντε χρόνια ζωής ήταν ο Στέλιος Μανωλάς. Κατόπιν τον… παρέδωσε στα έμπιστα χέρια του φίλου του Μίλτου Καρατζά, που ήταν τότε προπονητής στην Ενωση Ερυθραίας. Υπό την καθοδήγησή του κατάφερε να πείσει τους ανθρώπους του Αγιαξ να τον εντάξουν στις ακαδημίες του.
«Στην ομάδα του “Αίαντα” διαλέγουν από 1.000 παιδιά μια εντεκάδα και με πήραν εκεί, σε ηλικία οκτώ ετών. Μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη γιατί δεν είχα τρομερή επαφή με το ποδόσφαιρο, απλά έπαιζα με μια μπάλα, όπως όλα τα αγόρια της ηλικίας μου, και δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ποδοσφαιριστής» είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Ευμορφίδης, ο οποίος μετακόμισε το 2006 στη Ρεάλ Μαδρίτης. Στη συνέχεια, έπειτα από ένα γρήγορο πέρασμα της οικογένειάς του από την Ελλάδα, φόρεσε τη φανέλα της ΑΕΚ και της Cocomat, ομάδας που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του Παύλος Ευμορφίδης. Το ταλέντο του, όμως, ήταν τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε να περιοριστεί εντός των ελληνικών συνόρων, και έτσι το 2008, σε ηλικία 12 ετών, εντάχθηκε στις καλύτερες ακαδημίες του κόσμου, αυτές της Μπαρτσελόνα.
Στη Μασία, όμως, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί και οι δύο πρώτες χρονιές του στη Βαρκελόνη απογοήτευσαν τους ανθρώπους των «μπλαουγκράνα». «Δεν τον ήθελαν. Τότε κατάλαβα πως έπρεπε να δει μια πλευρά της ζωής που ήταν άγνωστη έως τότε γι’ αυτόν» είχε δηλώσει παλαιότερα ο πατέρας του και αναγκάστηκε να τον στείλει, έπειτα από έναν τραυματισμό του, στη Βραζιλία για… σκληραγώγηση. Για λίγους μήνες ο μικρός Τζέιμς έμεινε με τον μεγάλο του αδελφό, τον Βίλαν, σε φαβέλες, κάνοντας καθημερινά προπονήσεις πυγμαχίας! Επέστρεψε έτσι πιο δυνατός στη Βαρκελόνη και η τρίτη σεζόν του με την ομάδα της Καταλονίας ήταν εξαιρετική.
Παρ’ όλα αυτά, οι ιθύνοντες της Μασία έκριναν ότι ο Τζέιμς δεν είχε την εξέλιξη που θα ήθελαν για να τον κρατήσουν, γι’ αυτό το καλοκαίρι του 2011 τον παραχώρησαν στον Αγιαξ (εκείνη την εποχή εργαζόταν ως βοηθός προπονητή στη β΄ ομάδα ο Γιάννης Αναστασίου). Αρχικά αγωνίστηκε με την ομάδα κάτω των 17 και μετέπειτα στην Κ-19. «Είναι ένα σπουδαίο ταλέντο που μπορεί να φτάσει ψηλά» είχε δηλώσει ο αείμνηστος Γιόχαν Κρόιφ για τον Ευμορφίδη, που, έπειτα από τέσσερα χρόνια παραμονής στο Αμστερνταμ, μετακόμισε (το 2015) στην Αλκμααρ (δεύτερη ομάδα).
Βλέποντας, όμως, ότι δεν θα πάρει φέτος τις ευκαιρίες που θα ήθελε με την πρώτη ομάδα, έλυσε τη συνεργασία του και αποφάσισε να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη για να… πρωταγωνιστήσει. Στα Γιάννενα συνάντησε και έναν παλιό γνωστό, τον 20χρονο Βραζιλιάνο μέσο Ιγκορ Βιδάλ, με τον οποίο είχε συνυπάρξει στις ακαδημίες της Μπαρτσελόνα. Μάλιστα, μέσω των social media, δεν έκρυψαν την ανυπομονησία τους να αγωνιστούν ξανά δίπλα δίπλα. Μέσω του ΠΑΣ ο Ευμορφίδης φιλοδοξεί να κληθεί στην Εθνική Ανδρών.
«Αγαπώ πολύ την Ελλάδα και θέλω να παίξω κάποια στιγμή στην Εθνική για να προσφέρω στη χώρα μου…» έχει δηλώσει πολλές φορές στο παρελθόν ο Ευμορφίδης, που έχει πρότυπα τον Ντιέγκο Μαραντόνα και, από τους εν ενεργεία ποδοσφαιριστές, έναν άλλον Αργεντινό, τον Λιονέλ Μέσι.
Εκτός γηπέδου, ο Τζέιμς δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Δεν του αρέσει η δημοσιότητα και κρατάει χαμηλό προφίλ. Στον ελεύθερο χρόνο του παίζει πινγκ πονγκ και όταν το επιτρέπει το (απαιτητικό) πρόγραμμά του, ταξιδεύει. Γνωρίζει, εξάλλου, περισσότερες από πέντε γλώσσες.