Μια βόλτα στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα δείχνει ότι το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο εξαντλείται στην παροχή τριτογενών υπηρεσιών στενών οριζόντων. Κι αυτό δεν θα ήταν απαραιτήτως κακό, αν συζητούσαμε για ανοιχτούς ορίζοντες, από τη μια, και αν, από την άλλη, ο συγκεκριμένος τομέας βασιζόταν σε συνθήκες καινοτομίας και όχι μονήρους μιμητισμού. Καφέ, μεζεδοπωλεία, σουβλατζίδικα, φούρνοι, ζαχαροπλαστεία, μπαράκια ξεπηδούν από τις γωνιές της Ερμου στην Αθήνα ή τις παρόδους της Τσιμισκή της όμορφης Θεσσαλονίκης, «προάγοντας το νέο ελληνικό επιχειρηματικό μοντέλο».
Ξανά, τίποτε το αρνητικό δεν θα υπήρχε σε αυτή την εικόνα, αν οι ζώνες καινοτομίας στις εισόδους των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας έσφυζαν από ζωή και ξεχείλιζαν από ιδέες. Μια βόλτα εκεί όμως θα δείξει ότι το μόνο που κινείται πλέον είναι καντίνες που πουλούν «βρόμικα» στους ξενύχτηδες. Κάποτε στο Χαλάνδρι υπήρχαν μόνο τα θρυλικά γαλακτοπωλεία της πλατείας του Αγίου Νικόλαου και το γνωστό τυροπιτάδικο στην Κώστα Βάρναλη. Σήμερα το Χαλάνδρι έχει γεμίσει μπαρ, καφετέριες, τσαγερί, σοκολατερί, εστιατόρια, νεοταβέρνες, παλαιομεζεδοπωλεία. Το ζήτημα δεν είναι ότι αυτά υπάρχουν αλλά το ότι θαμώνες δεν είναι τουρίστες για να αφήσουν το πολύτιμο συνάλλαγμά τους αλλά Χαλανδραίοι, Βριλησσιώτες και λοιποί βορειοπροαστιώτες (sic) που ανακυκλώνουν το εισόδημά τους!
Πόσες ελληνικές επιχειρήσεις ασχολούνται με τις νέες τεχνολογίες ή με εφαρμογές σε «έξυπνα» κινητά και ταμπλέτες εισηγμένες στα χρηματιστήρια του δυτικού κόσμου και της Απω Ανατολής; Μας λείπουν τα μυαλά; Αστεία πράγματα. Μια βόλτα στα αμφιθέατρα των πανεπιστήμιων μας θα πείσει και τον πλέον κακεντρεχή για τη δυναμική της νέας γενιάς. Εχει επιτύχει η ελληνική κουζίνα να «περάσει» στη μέση βρετανική, ιταλική, αμερικανική, καναδική, αυστραλιανή οικογένεια τη χρήση προϊόντων Προστατευμένης Ονομασίας και Προέλευσης, όπως η φέτα, το γιαούρτι, οι ελιές, το παξιμάδι, ώστε να αυξηθεί η ζήτηση και επομένως η εγχώρια παραγωγή ή θα συνεχίσουμε να τα παράγουμε για εμάς και να τα καταναλώνουμε εμείς;
Μας λείπουν μήπως τα προϊόντα κορυφαίας ποιότητας; Ασφαλώς και όχι. Απλώς δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμα ως Πολιτεία αλλά και ως επιχειρηματικός κόσμος την αξία των δικτύων, των οργανωμένων εκστρατειών marketing και το πόσο σημαντικό είναι η Ελλάδα να ξεφύγει από το αδιέξοδο του «tzatziki, retsina, mouzaka by the sea» και να καταφέρει να εισέλθει με αξιώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών του δυτικού κόσμου. Πόσες διαφημιστικές καταχωρίσεις έγιναν φέτος σε δυτικά ΜΜΕ, τηλεοπτικά κανάλια, εφημερίδες για περιφέρειες της Ελλάδας ώστε να αυξηθεί ο τουρισμός υψηλού εισοδήματος; Πόσα delicatessen με ελληνικά αγαθά υπάρχουν στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης; Δεν μας ενδιαφέρει η αγορά των ΗΠΑ; Θα καταφέρουμε ως Πολιτεία να αξιοποιήσουμε την «ομαδάρα» από τον Δενδροπόταμο, τα παιδιά που πέτυχαν με την πρότασή τους να εντυπωσιάσουν το διεθνές στερέωμα της ρομποτικής; Τους νέους γιατρούς μας και τους επιστήμονές μας; Στο τέλος της ημέρας, θέλουμε να παράγουμε επιστήμη σε αυτήν εδώ τη χώρα ή συνταγές για λαδερά;
Εχω βαρεθεί να βλέπω νέους ανθρώπους να μαγειρεύουν κεφτέδες και γεμιστά στην τηλεόραση με χίλιους διαφορετικούς τρόπους και να προβάλλεται ως το σύγχρονο νεοελληνικό trend. Διάβολε, πόση έμπνευση πλέον χρειάζεται για να τηγανίσεις σωστά μαρίδες; Και πόσο πρωτογενή πλούτο αυτό παράγει; Οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της μπαλκάν διανόησής μας είναι μάγειρες με βιβλιογραφία για το παστίτσιο και τη σπαλομπριζόλα! Πριν από μερικά χρόνια κάθε γειτονιά διέθετε το δικό της χρηματιστηριακό γραφείο. Εργαστήρια φούσκας, υφαρπαγής πλούτου! Σήμερα κάθε δρόμος διαθέτει καφέ, ταβέρνα και μεζεδοπωλείο. Εργαστήρια ανακύκλωσης των ισχνών εισοδημάτων μας με τιμές μάλιστα που παραπέμπουν στη Via Montenapoleone ή στην Avenue Montaigne και όχι στον συγκαιρινό Μπίθουλα μέσα στον οποίο είμαστε εγκλωβισμένοι.
Σπύρος Λίτσας


