Ο στρουθοκαμηλισμός κουράζει. Και αυτούς που τον υιοθετούν και περισσότερο αυτούς που τους παρακολουθούν. Εναν τεράστιο και αναπαραγόμενο στρουθοκαμηλισμό συνιστούν και οι στάσεις όλων απέναντι στη βία στα γήπεδα, καθώς κατ’ εξακολούθησιν αγνοούν τα αυτονόητα και κρύβονται από τις ευθύνες και την ανάληψή τους.
Δύο αλήθειες πιστεύω ότι πρέπει να συνοδεύουν και να κατευθύνουν τη σκέψη μας όσον αφορά την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα; Η μία ότι η βία είναι της κοινωνίας, δεν είναι του ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο την υποδέχεται και τη φιλοξενεί. Η δεύτερη ότι, όπως σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας, οικογενειακή, ερωτική, φιλική, έτσι και στον αθλητισμό η βία ενυπάρχει ως ουσιώδες συστατικό. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι όχι να εξαφανιστεί, γιατί η ατμόσφαιρα μιας αθλητικής συνάντησης όχι μόνον δεν γίνεται αλλά και θα ‘ταν επικίνδυνο να προσιδιάζει σε φουαγιέ παράστασης πρωτοποριακού θιάσου, αλλά, όπως και με τους κανόνες του παιχνιδιού που ορίζουν παράβαση κανονισμών, να ‘ναι ελεγχόμενη και κοινωνικά αποδεκτή.
Τούτων δεδομένων, θα κάνω πέντε υποθέσεις εργασίας, θεωρώντας ο ίδιος ότι ισχύουν και οι πέντε.
Για την Πολιτεία, ότι δεν θεωρεί τα γήπεδα χωματερή κοινωνικής βίας, την οποία αποθέτει εκεί για να την ελέγξει καλύτερα. Συνεπώς, έχει σαφή πρόθεση και βούληση να ενεργοποιήσει τον παιδαγωγικό, προληπτικό και κατασταλτικό της βραχίονα για να τα απαλλάξει από αυτήν.
Για τις διοικήσεις των αθλητικών ομάδων και εταιριών ότι δεν έχουν και δεν επιθυμούν να έχουν καμία σχέση με άτομα που κινούνται (όταν δεν τα υπερβαίνουν) στα όρια της νόμιμης συμπεριφοράς.
Για τους συνδέσμους φιλάθλων – οπαδών, ότι δεν έχουν στις τάξεις τους εγκληματικά στοιχεία και ότι, όταν αντιλαμβάνονται την παρουσία τους, επιθυμούν να αυτοκαθαρθούν, δεδομένου ότι αυτό που ουσιαστικώς τους ενδιαφέρει είναι η καλλιέργεια του ιδεώδους της ομάδας τους και η εύρεση του φθηνότερου εισιτηρίου για τα μέλη τους.
Για την Αστυνομία, ότι γνωρίζει και πού υπάρχουν θύλακες ανωμαλίας και παραβατικής συμπεριφοράς που καταφέρνουν να διεισδύουν στα αθλητικά δρώμενα και πώς να τους εξουδετερώσει, χωρίς να εξαρτά την πρόθεσή της αυτή από λοιπές δραστηριότητές της.
Για μας ως κοινωνία, όχι μόνο ως αθλητική, ότι η καταστολή σημαίνει την παραδοχή ότι μπορεί να ανοίξουν και μερικά κεφάλια και να ‘χουμε και αίματα και συλλήψεις και καταδίκες, χωρίς να είναι ούτε το τέλος του κόσμου, πολλώ δε μάλλον των δημοκρατικών ελευθεριών.
Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν, τότε υπό τις απαράβατες προϋποθέσεις ότι το νομοθετικό πλαίσιο αφενός δεν θα ερωτοτροπεί με τον άκαμπτο χαρακτήρα του ιδιωνύμου, αφετέρου θα εξασφαλίζει στον δικαστή το μεγαλύτερο δυνατό εύρος ύψους και είδους ποινών, η λύση λέγεται μηδενική ανοχή.
Μηδενική ανοχή, και ας μη μας τρομάζουν οι λέξεις πέρα από τις ιδεολογικές, φιλοσοφικές, πολιτικές και άλλες αναφορές και καταβολές του καθενός μας. Ο αθλητισμός είναι ένα βαθιά συγκροτημένο σύστημα αξιών και κανόνων, που διαπνέεται σε κάθε του εκδήλωση από μια σκληρή ιεραρχική δομή, η οποία απαιτεί από κάθε εμπλεκόμενο τη συμμόρφωση στη μάθηση και τη διαδικασία της. Συνεπώς, έχει εκλεκτικές συγγένειες με συνειδητά πειθαρχημένες συμπεριφορές εξ ορισμού.
Το παιχνίδι έχει κανόνες και όποιος δεν τους τηρεί αποβάλλεται. Γιατί επιτέλους πρέπει να διασφαλίσουμε και την παιδιά, τη χαρά των υπολοίπων, των πολλών. Οπως επιβάλλει η δημοκρατία άλλωστε.
Γιώργος Κ. Στράτος


