
Η προσωπικότητα του Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδου, ο οποίος διέθεσε πολύ μεγάλα ποσά από την προσωπική του περιουσία για την απελευθέρωση της Ελλάδας και την πρόοδο του νεοσύστατου κράτουςΑπό τον
Νίκο Παπουτσόπουλο
Eθνικοί ευεργέτες ανεγείρουν περίτεχνα μέγαρα και αρχιτεκτονικά μνημεία σύγχρονης αισθητικής, προκειμένου να υπηρετήσουν τον πολιτισμό και να θεραπεύσουν τις τέχνες στην Ελλάδα, την ευρωπαϊκή χώρα που διανύει ακόμη μνημονιακά έτη. Τη χώρα, την οποία οι φιλόπονοι δανειστές επροίκισαν με τρία Μνημόνια και στην οποία εφάρμοσαν υποδειγματικά τη βάναυση λιτότητα. Στη μνημονιακή εποχή της οικονομικής θεραπείας και της εξυγίανσης της Ελλάδος, οι πολίτες παρακολουθούν ενεοί και αμέτοχοι -δυστυχώς- τον πλήρη κλονισμό των κοινωνικών θεμελίων, ενώ τη χρεοκοπία της χώρας ολοκληρώνει η μετοικεσία νέων Ελλήνων, κυρίως από τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, χιλιάδων νέων επιστημόνων (brain drain) με αρνητικές συνέπειες στον ήδη υποτονικό ρυθμό γεννητικότητας, στα προβληματικά ασφαλιστικά ταμεία, στην απώλεια ενεργού ανθρώπινου δυναμικού. Τα μεγαλοπρεπή μέγαρα, που υψώνουν ανταγωνιστικά οι σύγχρονοι εθνικοί ευεργέτες για να στεγάσουν βιβλιοθήκες και έργα πολιτισμικής κληρονομιάς, αίθουσες μουσικής, θεάτρου και εικαστικών ανησυχιών, ασφαλώς απευθύνονται σε επήλυδες νέους που εγκαθίστανται πλέον στη χώρα, η οποία καθίσταται οσημέραι χώρα επαναπροώθησης προσφύγων, για την «επανένωση οικογενειών μεταναστών».
Σε παρόμοια περίοδο οικονομικής πίεσης (1847) και υπερβολικών απαιτήσεων, εκ μέρους Αγγλων τραπεζιτών, ο εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος, προκειμένου να διευκολύνει την ελληνική κυβέρνηση για την καταβολή της εξαμηνιαίας δόσης του δανείου (1832), είχε χορηγήσει το ποσόν των 500.000 φράγκων. Ο ίδιος, στα 1828, είχε διαθέσει κεφάλαια στο νεοσύστατο κράτος για την ίδρυση τραπεζικού οργανισμού -με κύριο μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο-, της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, διάδοχο σχήμα της οποίας, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία λειτούργησε κανονικά από το 1842. Με τις πρωτοβουλίες και ενέργειες αυτές, ο Εϋνάρδος απέτρεψε τον κίνδυνο υποταγής της ελληνικής οικονομίας στις ορέξεις ξένων τοκογλυφικών ιδρυμάτων.
Στενή φιλία είχε συνδέσει τον Εϋνάρδο με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ήδη από το Συνέδριο της Βιέννης (1814/5), στο οποίο οι τέσσερις «Μεγάλες Δυνάμεις» είχαν καταλήξει στην «Ευρωπαϊκή Συμφωνία» («Ιερά Συμμαχία»), η οποία είχε διαμορφώσει κλίμα αντίθεσης προς όλα τα επαναστατικά κινήματα της εποχής. Ο Καποδίστριας ενημέρωσε τον Εϋνάρδο για τη ζοφερή κατάσταση των Ελλήνων και τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία και, όταν δέχθηκε την πρόσκληση να κυβερνήσει την Ελλάδα, ο Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος παρέμεινε ο σταθερός και πολύτιμος σύμβουλος και συμπαραστάτης του: Στήριξε με κεφάλαια το έργο του και τα οράματά του για την ανάπτυξη της γεωργίας, την ίδρυση γεωργικής σχολής της Τίρυνθας, την οργάνωση της Παιδείας και του Στρατού, την ανάπτυξη της υπαίθρου, τη χορήγηση δανείων στους αγρότες, που είχαν αρνηθεί στον πρώτο Ελληνα κυβερνήτη οι Δυνάμεις. Ο επιφανής οικονομικός και πολιτικός παράγοντας είχε αναλάβει την προβολή του «ελληνικού ζητήματος» και οι συνεχείς και άοκνες προσπάθειές του είχαν θετικά αποτελέσματα στη μεταστροφή της κοινής γνώμης αλλά και προσωπικοτήτων της εποχής.
Ο Εϋνάρδος συγκαταλέγεται στη χορεία των μεγάλων ευεργετών και φιλελλήνων που υποστήριξαν έμπρακτα την Ελλάδα και τη δύσκολη διαδρομή της στην Ευρώπη με ποικίλους τρόπους και προσπάθειες: Διευκόλυνε και χρηματοδότησε αποστολές εθελοντών, τροφίμων και πολεμοφοδίων, αλλά ταυτόχρονα διέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά για τους αγωνιστές. Οργάνωσε φιλελληνικές λέσχες στην Ευρώπη, συγκρότησε φιλελληνική επιτροπή στο Παρίσι, συγκέντρωσε σημαντικά ποσά από εράνους και δωρεές.Ιδιαίτερα μετά την ηρωική Εξοδο του Μεσολογγίου και την εισβολή των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο, έστειλε το ποσόν των 50.000 φράγκων για την εξαγορά των γυναικών και των παιδιών που έσυραν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στα σκλαβοπάζαρα. (Η Ελένη, σύζυγος του Μιχαήλ Τοσίτσα, εθνική ευεργέτις επίσης, ήδη από το 1818 είχε οργανώσει δίκτυο εξαγοράς και απελευθέρωσης των Ελλήνων που είχε αιχμαλωτίσει ο Ιμπραήμ Πασάς.) Μετά την άλωση του Μεσολογγίου, το ολοκαύτωμα του οποίου είχε τη γνωστή διεθνή απήχηση και αντιδράσεις, ο Εϋνάρδος ανέλαβε τον συντονισμό των προσπαθειών για την απελευθέρωση της Ελλάδος: Διόρισε αντιπροσώπους του για τον έλεγχο της κατάστασης και για την καλύτερη διαχείριση της βοήθειας προς τους Ελληνες, έστειλε τον Φιλέλληνα συμπατριώτη του γιατρό Louis-Andre Gosse, μεσολάβησε για τη μετάκληση του ναυάρχου Κόχραν, συμμετείχε με 150.000 φράγκα στα έξοδα ναυπήγησης και εξοπλισμού ενός πολεμικού πλοίου, ενώ τα ευρωπαϊκά φιλελληνικά κομιτάτα συγκέντρωσαν μεγάλες ποσότητες τροφίμων και 800.000 φράγκα. «Δυστύχημα ευρωπαϊκό» είχε χαρακτηρίσει τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια ο πλέον κατάλληλος διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελλάδος, ο «πρύτανις των Φιλελλήνων», όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν.
Ο «ανιδιοτελής και ειλικρινής σύμβουλος» του βασιλέως Οθωνος αργότερα, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος, γνώριζε ότι ήταν αδύνατον η Ελλάς να επιστρέψει τα χρηματικά ποσά που είχε διαθέσει για την ανόρθωση και την ευημερία του ελληνικού κράτους και ούτε απαίτησε αναδρομικά ή ανταποδοτικά οφέλη για τις ανεκτίμητες υπηρεσίες. Απέφυγε επιμελώς να επισκεφθεί την Ελλάδα και, όταν ο βασιλεύς της Γαλλίας Λουδοβίκος Φίλιππος τον ρώτησε αν έχει ποτέ επισκεφθεί τη χώρα, είχε δώσει την απάντηση: «Πιστεύω, μεγαλειότατε, πως αν μετέβαινα στην Ελλάδα, πολύ γρήγορα θα έχανα τη μεγάλη εμπιστοσύνη που μου έχουν οι Ελληνες».
Οι σύγχρονοι εθνικοί ευεργέτες, στα όρια της χρεοκοπίας μιας χώρας και της κοινωνικής αποσύνθεσης ενός λαού που ματαίως ανιχνεύει οδούς φυγής, επιμένουν να υψώνουν ανταγωνιστικά μέγαρα ματαιοδοξίας, για να στεγάσουν, δήθεν, έναν πολιτισμό και μιαν αξιοπρέπεια που καταρρέουν στα αβάκια των πιστωτών και, ασφαλώς, αγνοούν ότι «αυτοί που έχτισαν εδώ από γρανίτη, που τοίχισαν μιαν αίθουσα στην πυραμίδα, που δημιούργησαν το Ωραίο σ’ αυτή τη όμορφη δουλειά, οι βωμοί τους είναι τόσο άδειοι, όσο οι βωμοί των κουρασμένων, που πέθαναν στην όχθη της διώρυγας, χωρίς ν’ αφήσουν κανέναν πίσω τους» (αρχαίο αιγυπτιακό ρητό).


