
«Οταν εμφανιζόταν, νοιώθαμε όλοι την αίσθηση του Θεού: ο Θεός ήταν παρών! Βεβαιότητα, Απλότητα, Μεγαλείο, Αρμονία! Τα πιο εξαίσια όνειρα ήταν εδώ και τα ξετύλιγε η μαγεία των κινήσεών της» (J. Clara)
Aπό τον
Νίκο Παπουτσόπουλο
Ο ,τι κι αν έκανε ήταν πάντα συνδεδεμένο με ελληνικά αγγεία και ανάγλυφα» έγραψε για την Ιζαντόρα Ντάνκαν η Εύα Πάλμερ – Σικελιανού, η οποία είχε την τόλμη να ακολουθήσει τις εκφραστικές μεθόδους και οδηγίες της Ντάνκαν στις μοναδικές και πρωτοποριακές παραστάσεις αρχαίου δράματος στους Δελφούς. «Μόνο αργότερα και σταδιακά, μετά από χρόνια απόλυτης ευγνωμοσύνης για όσα μας χάρισε, άρχισαν κάποιοι να χρονολογούν τα αγγεία που μας θύμιζαν οι χοροί της. Οσο μεγάλωνε η οικειότητα αυτή τόσο και γινόταν πιο φανερό ότι η δυνατή γοητεία της τέχνης της Ισαδώρας έδωσε ζωή σε μια περίοδο που δεν ήταν αρχαϊκή Ελλάδα ούτε κλασική Ελλάδα, αλλά μια Ελλάδα μεταγενέστερη, περιόδου παρακμής. Στην πραγματικότητα, αυτό που βλέπαμε και για το οποίο παραληρούσαμε ήταν κάποιο ελληνιστικό ή αγγείο της Νότιας Ιταλίας που άξαφνα ζωντάνεψε».
Η Ιζαντόρα Ντάνκαν, που έδωσε πνοή ζωής και χάρη και κίνηση στην αρχαία ελληνική τέχνη, αυτή που σταμάτησε ο χρόνος στα μουσεία και στις συλλογές του κόσμου, κόρη φιλότεχνων γονέων, γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1877, σε ένα περιβάλλον με ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Με μια έμφυτη χάρη, σε νεαρή ηλικία εμφανίσθηκε στο Σικάγο σε ένα κοινό έκπληκτο για την απίστευτη ευκολία κίνησης των γυμνών ποδιών της («barefoot», όπως συνήθιζε να χορεύει), που διέγραφαν αδιάκοπα απαλούς σχηματισμούς, σε μια προσφιλή προσπάθεια μίμησης της κίνησης των κυμάτων και των φτερωτών συνοδών του αέρα.
Η Ντάνκαν προσπάθησε να μαντέψει ποια είναι η θεϊκή έκφραση του ανθρώπου κατά την κίνηση του σώματος: «Πάντοτε ατένιζε το κοινό της ειλικρινά, με το πρόσωπο στραμμένο προς αυτό, κεφάλι και στήθος στην ίδια κατεύθυνση. Δεν υπήρχε ποτέ ο υπερβολικός τονισμός μιας έντονης γωνίας, ποτέ η απομονωτική κίνηση με το κεφάλι “προφίλ” και το στήθος “ανφάς”, που είναι χαρακτηριστική της αρχαϊκής ελληνικής τέχνης. Ακόμη και όταν χόρευε στον εξωτερικό χώρο της σκηνής, κρατούσε το κεφάλι έτσι που να βλέπει μπροστά, σαν το παιδί που τρέχει, χωρίς την παύση και τη δύναμη, που προσθέτει αυτό που έχω αποκαλέσει “Απολλώνιο είδος κίνησης”».
Η Ιζαντόρα Ντάνκαν ήταν «ο μετεωρίτης, που έλαμψε στον κόσμο της εποχής της σαν προσωποποίηση της Ελλάδος. Η ίδια όμως το αρνήθηκε. Προς το τέλος της πρώτης επίσκεψής της στην Ελλάδα πήγε μόνη της μια νύχτα στην Ακρόπολη. Είχε την αίσθηση ότι ήταν η τελευταία φορά. Τα όνειρά της είχαν διαλυθεί σαν μια τεράστια φυσαλίδα. Τη βασάνιζε η συνειδητοποίηση ότι και αυτή και ο κόσμος της ανήκαν αποκλειστικά και μόνο στη νεότερη εποχή, ότι είχε στενότερη συγγένεια με τους ερυθρόδερμους Ινδιάνους ή με τους Ιρλανδοσκωτσέζους παρά με τους Ελληνες. Και αναπολώντας συγχορδίες από το τελευταίο τραγούδι της Ιζόλδης, πριν πεθάνει παρηγορούσε τον εαυτό της» (Ε. Πάλμερ – Σικελιανού).
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ιζαντόρα έρχεται με τον αδελφό της Ρέιμοντ στο Παρίσι, επισκέπτεται τα μουσεία με τις ελληνικές αρχαιότητες, την εντυπωσιάζουν οι χορευτικές και λατρευτικές κινήσεις και στάσεις σε παραστάσεις αγγείων και γλυπτών και προσπαθεί να ενσωματώσει πολλές από αυτές σε παραστάσεις της, ένα έτος αργότερα στο Λονδίνο. Δίνει ζωή, κίνηση και πάθος στις μυθικές ηρωίδες, που έως τότε οι καλλιτέχνες είχαν αποτυπώσει σε χαρακτηριστικές στατικές εικόνες. «Η Iζαντόρα είναι ένα κομμάτι μάρμαρο που πάλλεται από αιωνιότητα» είχε πει ο γλύπτης Αντουάν Μπουρντέλ. Ο χορευτής του μέλλοντος θα ερμηνεύσει όχι με τη μορφή νύμφης ή νεράιδας, αλλά με τη μορφή της γυναίκας στην τελειότερη και καθαρότερη έκφρασή της.
«Η Ιζαντόρα δεν ήξερε από τεχνική», είχε παρατηρήσει η Lydia Lopokova, «αλλά κινούσε τα χέρια της σαν κύκνος. Πριν απ’ αυτήν κανείς δεν χρησιμοποιούσε τα χέρια του, οι Ρώσοι είχαν μόνον γροθιές. Η Ιζαντόρα μάς έδειξε πώς να χρησιμοποιούμε τα χέρια μας σαν μια προέκταση της κίνησης του κορμιού: και τα δάχτυλα, ακόμη, είχαν ψυχή αν τα χρησιμοποιούσες σωστά».
«Οταν εμφανιζόταν, νοιώθαμε όλοι την αίσθηση του Θεού: ο Θεός ήταν παρών! Βεβαιότητα, Απλότητα, Μεγαλείο, Αρμονία! Τα πιο εξαίσια όνειρα και τα πιο υψηλά οράματα ήταν εδώ μπροστά και τα ξετύλιγε η μαγεία των κινήσεών της» (J. Clara).
Το 1903 φθάνει στην Αθήνα με τον αδελφό της, και ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναλαμβάνει να μυήσει στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό την Ιζαντόρα, για την οποία, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά, «από νεαράς ηλικίας ελάτρευσε την Ελλάδα, το όνειρόν της δε πάντοτε ήτο να πατήση άπαξ το ιερόν έδαφος της ενδόξου ταύτης γης, ήτις αποτελεί έτι και σήμερον το προσκύνημα της ανθρωπότητος. Ο ενθουσιασμός της και η λατρεία προς την Ελλάδα είναι τόσον μέγας, ώστε αυτή η διασχίζουσα ως παραδείσιον πτηνόν τον κόσμον όλον, ήδη, ως άλλη Απτερος Νίκη, λύουσα τα πέδιλα κατεσκήνωσεν εις την ιεράν της Παλλάδος πόλιν, κτίζουσα από τινός εις τα υπωρείας του Υμηττού την νέαν αυτής φωλεάν».
Οι Ντάνκαν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Κοπανά (Βύρωνας) και, ως ενθουσιώδεις λάτρεις του αρχαίου κόσμου, προσπάθησαν να ανεγείρουν οίκημα όμοιο περίπου με το ανάκτορο των Μυκηνών, και να αναβιώσουν τον τρόπο ζωής των αρχαίων Ελλήνων: Φορούσαν χιτώνες που ύφαιναν μόνοι, και μόνοι κατασκεύαζαν τα σανδάλια σύμφωνα με την παράδοση (όπως ακριβώς η Εύα Πάλμερ – Σικελιανού είχε κατασκευάσει τα σκηνικά και τα κοστούμια στις παραστάσεις των Δελφών). Την εποχή αυτή οι Ντάνκαν συνδέονται με το ζεύγος Αγγελου και Εύας Σικελιανού, και ο Ρέιμοντ νυμφεύεται την Πηνελόπη, αδελφή του ποιητή.
Με τη συνδρομή του μουσικολόγου Κωνσταντίνου Ψάχου, αναζητούν και προσπαθούν να αποκαλύψουν στη βυζαντινή μουσική στοιχεία της αρχαίας. Ο Ψάχος μελοποιεί τον αρχαίο «Υμνο του Απόλλωνος», χορικά αρχαίων τραγωδιών, συνθέτει έργα για ορχήστρα και χορωδία και υποστηρίζει τις προσπάθειες του ζεύγους Σικελιανού στην υπόθεση της μουσικής επένδυσης του αρχαίου δράματος. «Και ο χορός; Ο χορός για πρώτη φορά τραγουδούσε και χόρευε, ένα όραμα! Και οι αετοί του Παρνασσού πετούσαν μεγαλόπρεπα, την ώρα της παράστασης, πάνω από την κόγχη του θεάτρου. Η φύση της Ελλάδος απαντούσε!» (Κούλα Πράτσικα, 1976).


