Κωνσταντίνα: Η Χάρις Αλεξίου που της… άνοιξε την πόρτα, οι συνεργασίες με «μεγάλες κυρίες» και το θρυλικό ντουέτο με τον Καρρά

Ο χαμός του πατέρα της, ο οποίος δεν βρέθηκε ποτέ! – «Με την οικογένειά μου πηγαίναμε στην ανταλλαγή αιχμαλώτων»

Κάθε της λέξη μοιάζει με στίχο, κάθε της νότα με εξομολόγηση. Η Κωνσταντίνα δεν τραγουδά απλώς, αφηγείται ιστορίες που κουβαλούν αλήθεια, απώλεια, αγώνα και φως.

  • Από τον Ηλία Μαραβέγια

Σε αυτή την εκ βαθέων συζήτηση μοιράζεται μαζί μας τα τραύματα της παιδικής ηλικίας, τις κορυφές της καλλιτεχνικής πορείας και τις στροφές της ζωής που τη διαμόρφωσαν. Μιλά με τρυφερότητα για τη μητρότητα, με θάρρος για τον πόλεμο και με πάθος για τη σκηνή, εκεί που -όπως λέει- νιώθει ελεύθερη.

Με τον Βασίλη Καρρά

Κωνσταντίνα, μόλις κυκλοφόρησε από τη Heaven Music το νέο σου τραγούδι, με τίτλο «Χορεύω το ζεϊμπέκικο». Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη δημιουργία του;

Πρόκειται για ένα δυναμικό ζεϊμπέκικο της Τασούλας Θωμαΐδου. Η ιδέα, δηλαδή, άρχισε από εκείνη που έγραψε και τους στίχους και μετά ο Θάνος Γεωργουλάς συνέθεσε τη μουσική. Είναι, πιστεύω, μια πρόταση το τραγούδι αυτό. Σε παροτρύνει να χορέψεις έναν δυναμικό χορό: το ζεϊμπέκικο, που δεν είναι μόνο ανδρικός χορός, αλλά και γυναικείος. «Χορεύω το ζεϊμπέκικο, χορεύω και μου πάει» λέει ο στίχος και μέσα από αυτόν τον χορό εκφράζεται και μια γυναίκα, αφού όντως της πάει!

Παράλληλα εμφανίζεσαι για δεύτερη χρονιά στο Mayor, στο Κολωνάκι, έναν χώρο πιο ατμοσφαιρικό από τα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά του παρελθόντος. Πώς βιώνεις αυτή τη νέα εμπειρία;

Πιστεύω ότι είναι μια καινούργια τάση αυτή στα καλλιτεχνικά πράγματα, να βρίσκεται, δηλαδή, ο τραγουδιστής κοντά στο κοινό. Πραγματικά οι εμφανίσεις μου στο Mayor, κάθε Τετάρτη βράδυ, με κάνουν να νιώθω πολύ όμορφα. Θεωρώ ότι είναι ένας χώρος που μου ταιριάζει. Τραγουδώ πολλά από τα τραγούδια μου, αλλά και παλιά, λαϊκά κομμάτια και γινόμαστε «ένα» με τον κόσμο, διασκεδάζουμε και περνάμε όμορφα.

Αγκαλιά με την Καίτη Γκρέυ

Θυμάσαι στιγμές διασκέδασης από τα παιδικά σου χρόνια στην Κύπρο;

Θυμάμαι ότι προτού χαθεί ο πατέρας μας στον πόλεμο, μας μάζευε και τα πέντε αδέλφια, εκείνος έπαιζε φυσαρμόνικα, εγώ μαντολίνο, που μάθαινα στο δημοτικό, ο αδελφός μου κιθάρα και γινόταν πολύ συχνά μια γιορτή μέσα στο σπίτι μας, με τραγούδια και χορούς. Αυτές ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές που θυμάμαι με την οικογένειά μας. Θεωρώ, μάλιστα, ότι ο πατέρας μου θα ήταν πολύ χαρούμενος που ακολούθησα το επάγγελμα της τραγουδίστριας, γιατί αγαπούσε κι εκείνος τη μουσική.

Πώς διαχειρίστηκες την απώλειά του σε τόσο μικρή ηλικία;

Η αλήθεια είναι ότι δεν το συνειδητοποίησα, γιατί όταν χάνεται ένας άνθρωπος στον πόλεμο και δεν γνωρίζεις λεπτομέρειες περιμένεις πάντα να γυρίσει. Με την οικογένειά μου πηγαίναμε στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, κρατώντας τη φωτογραφία του πατέρα μου και περιμέναμε μήπως μας τον δώσουν πίσω. Πέρασαν χρόνια για να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συμβεί αυτό. Είναι μέσα στους αγνοουμένους ο πατέρας μου, κανένας δεν ξέρει την τύχη τους. Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλο μέρος στον κόσμο που να υπάρχουν αγνοούμενοι. Αιχμάλωτοι φυσικά υπάρχουν, αλλά αγνοούμενοι όχι.

Με τον διεθνούς φήμης Yanni

Πιστεύεις ότι ο πόνος που βίωσες λόγω της απώλειάς του καθόρισε τον τρόπο που εκφράζεσαι μέσα από το τραγούδι;

Πιστεύω ότι έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο αυτό. Ξέρεις, πολλοί στιχουργοί μού έχουν πει ότι έχουν διακρίνει μια πληγή βαθιά μέσα στα μάτια μου. Είναι κάτι που μπορείς να εντοπίσεις όταν είσαι άνθρωπος της τέχνης. Σίγουρα αυτός ο πόλεμος έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα μου, με έχει κάνει να βλέπω τα πράγματα τελείως διαφορετικά. Παίζει ρόλο όμως και η πάστα του ανθρώπου. Οταν είσαι καλλιτέχνης, τέτοια βιώματα μπορείς να τα εκφράσεις και με έναν τρόπο που ίσως κι εσύ ο ίδιος να μην καταλαβαίνεις. Σίγουρα «βγαίνει» ο πόνος, αλλά όταν είμαι πάνω στη σκηνή, νιώθω απελευθέρωση. Επομένως, είμαι η αλήθεια μου και αυτήν προβάλλω. Ετσι όταν τραγουδάω κάτι χαρούμενο, μπορώ να το μεταδώσω, αλλά μπορώ να μεταδώσω και το συναίσθημα της πολύ μεγάλης πληγής που άφησε ένας πόλεμος.

Αρχισες να τραγουδάς στα 13, δίπλα στον αδερφό σου, τον Πανίκο. Πότε ήταν η πρώτη φορά που είπες «εγώ αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου και τελείωσε»;

Νομίζω αυτό έγινε όταν είχε έρθει η Χάρις Αλεξίου στην Κύπρο και μας είδε που παίζαμε σε μια εκδήλωση του Ερυθρού Σταυρού. Τότε μας είπε: «Αν σκεφτείτε ποτέ να έρθετε στην Ελλάδα, ελάτε να με βρείτε». Ετσι ξεκινήσαμε με τον αδελφό μου να το βλέπουμε πιο επαγγελματικά όλο αυτό. Πήγαμε σε ωδείο στην Κύπρο, για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας, και βάλαμε στο πλάνο μας να έρθουμε στην Ελλάδα. Και ήρθαμε. Πράγματι, βρήκαμε τη Χάρις Αλεξίου, η οποία είπε στον Γιώργο Νταλάρα να μας κάνει ακρόαση και δουλέψαμε μαζί τους για πρώτη φορά επί ελληνικού εδάφους στην μπουάτ Θεμέλιο, στην Πλάκα.

Στο στούντιο με τον Μάριο Τόκα

Στην ελληνική δισκογραφία, πάντως, άργησες να μπεις. Πρώτα «έχτισες» όνομα στις live εμφανίσεις και μετά έκανες δίσκο.

Κοίταξε, δεν ήταν τότε τα πράγματα τόσο εύκολα. Το να δουλεύω με μεγάλα ονόματα και να με βλέπει καθημερινά τόσος κόσμος ήταν σίγουρα πολύ σημαντικό, αλλά το πιο σημαντικό ήταν να βρω μια άκρη αναφορικά με τα τραγούδια που θα μπορούσα να πω ξεκινώντας τη δισκογραφία μου. Γίνανε πολλά πειράματα με διάφορες εταιρίες, αλλά νομίζω πως αυτό που σηματοδότησε τελικά την καριέρα μου ήταν ο δίσκος με τον Μάριο Τόκα «Τραγούδια για την Κωνσταντίνα», στον οποίο και ο Σαράντης Αλιβιζάτος έγραψε στίχους που με εξέφραζαν και μπορούσα να αποδώσω, ώστε να βγει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, παρόλο που δεν ήμουν ακόμη τόσο ώριμη, γιατί άλλο να τραγουδάς στις πίστες και να μελετάς σε ωδεία και άλλο να μπεις στο στούντιο. Το στούντιο είναι ένας άλλος τρόπος έκφρασης. Χρειάζεται εμπειρία.

Τη δεκαετία του 1990 γνώρισες τεράστια επιτυχία. Ηταν η «χρυσή» εποχή σου. Ποιο ήταν για σένα το απόλυτο που έζησες τότε;

Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάτι απόλυτο, γιατί υπάρχουν πολλές δυνατές στιγμές μέσα σε μια πορεία. Μπορώ, όμως, να πω σίγουρα ότι έπειτα από αγώνα χρόνων κατάφερα να δώσω το στίγμα μου μέσα από τον δίσκο «Τραγούδια για την Κωνσταντίνα», κάνοντας ένα πάρα πολύ δυνατό ξεκίνημα. Μετά ήρθε το άλμπουμ «Θα φύγω με τους φίλους μου για Κάιρο», που υπήρξε σταθμός για μένα. Επειτα το «Μια Ελλάδα φως», ένα τραγούδι του διεθνούς φήμης Yanni, στο οποίο έγραψε ποιητικό στίχο η Τασούλα Θωμαΐδου, υμνώντας την Ελλάδα και την Κύπρο, που τραγουδιέται πια μέχρι και σε σχολικές χορωδίες. Μετά ήρθε ένας άλλος δίσκος, το «Η καρδιά μου τραγουδά τη Μεσόγειο», με κομμάτια από όλες τις χώρες Μεσογείου, που κυκλοφόρησε όμως και εκτός αυτής, φτάνοντας ως την Ιαπωνία. Και, βέβαια, σταθμοί της καριέρας μου ήταν κι όλα αυτά τα ντουέτα που έκανα: το «Καίγομαι» με τον Χριστοδουλόπουλο, το «Στους πέντε ανέμους» με τον Κορκολή, το «Η καρδιά μου είναι ζαλισμένη» με τον Πλούταρχο, που ήταν τότε νέος καλλιτέχνης, και φυσικά το… απόγειο στα ντουέτα ήρθε με το «Δηλητήριο», που είπαμε με τον αξέχαστο Βασίλη Καρρά, το οποίο και τραγουδάει (ξανά) τώρα η νεολαία.

Τραγουδώντας με την Πόλυ Πάνου και τη Μαίρη Λίντα

Εχεις συναντηθεί στη σκηνή με ονόματα «θρύλους» του τραγουδιού. Ποιες συνεργασίες σου σε σημάδεψαν περισσότερο;

Θεωρώ πως η συνεργασία μου με τη Μαρινέλλα ότι ήταν κομβική, όπως και αυτή με τις τρεις κυρίες: Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ και Μαίρη Λίντα.

Εζησες τη νύχτα της Αθήνας, όταν ήταν ακόμα «ιεροτελεστία». Ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά που εντοπίζεις σε σχέση με το σήμερα;

Δεν υπάρχει καμία σχέση. Καταρχήν, έχει αλλάξει τελείως ο τρόπος διασκέδασης. Τα μεγάλα μαγαζιά πλέον έχουν εξελιχθεί σε κλαμπ, όπως ήταν κάποτε οι ντισκοτέκ. Υπάρχει live πρόγραμμα, αλλά μεγάλο μουσικό μέρος της βραδιάς καλύπτεται από dJs. Επίσης έχει αλλάξει ο κόσμος. Δεν βλέπεις πια τις οικογένειες που έβγαιναν παλιά. Βλέπεις άλλους, πολύ μικρότερες ηλικίες. Μιλάμε για τεράστια διαφορά στη νύχτα. Δεν νομίζω να υπάρχει κάτι αντίστοιχο με το τότε στα νυχτερινά κέντρα. Γι’ αυτό κι εμείς τώρα ψάχνουμε για νέους τρόπους έκφρασης, μέσα από τους μικρότερους χώρους, όπου γίνονται όλοι μια παρέα, κόσμος και καλλιτέχνες, και αυτό είναι ό,τι καλύτερο. Δεν είναι απρόσωπο.

Η μητρότητα, όταν ήρθε στη ζωή σου, σε έκανε να χαλαρώσεις καλλιτεχνικά;

Η αλήθεια είναι αυτή. Δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω στους ασταμάτητους ρυθμούς που απαιτούσε η δουλειά μου και να είμαι και δίπλα στην κόρη μου. Ηταν πέντε χρονών η Χριστίνα όταν μου είπε: «Μαμά, δεν σε βλέπω καθόλου». Εμένα αυτό με ταρακούνησε. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα να κάνω εμφανίσεις, αλλά σε πιο χαλαρούς ρυθμούς πια, ώστε να έχω και τις δυνάμεις για να αντεπεξέρχομαι στον ρόλο της μητέρας.

Θεωρείς ότι αυτός ο ρόλος σε άλλαξε σαν άνθρωπο;

Οχι, γιατί ήμουν προετοιμασμένη, δηλαδή το έκανα συνειδητά το παιδί. Ηξερα τότε πως ήμουν έτοιμη να γίνω μητέρα κι ότι για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να είμαι εκεί, προσηλωμένη. Επομένως δεν θεωρώ αλλαγή την υπευθυνότητα που έδειξα ως προς αυτό. Γιατί και ο πρώτος μου σύζυγος μου έλεγε να κάνουμε παιδί, αλλά τότε δεν ήμουν έτοιμη. Τότε ήμουν εγώ παιδί, ήθελα να κοιτάξω την καριέρα μου. Ηξερα ότι δεν θα μπορούσα να το βγάλω πέρα ταυτόχρονα και σε αυτό το κομμάτι. Στον δεύτερο γάμο μου, ωστόσο, ήμουν πιο ώριμη και ένιωθα πιο έτοιμη να το κάνω. Ετσι τα πράγματα ήρθαν όπως έπρεπε να έρθουν και νιώθω πολύ όμορφα, γιατί έχω μια πολύ ωραία σχέση με την κόρη μου, τη Χριστίνα μου, που σημαίνει ότι κάτι έκανα καλά.

Από παλιότερη φωτογράφιση με την κόρη της Χριστίνα και τους τετράποδους φίλους τους

Ζητάς τη γνώμη της στα καλλιτεχνικά σου θέματα;

Φυσικά, και μετράει πολύ η γνώμη της για μένα. Τη λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου όταν μου λέει κάτι. Αλλά και τα προσωπικά μας λέμε, γενικά τα βρίσκουμε στα σοβαρά θέματα, είμαστε ενωμένες. Στην καθημερινότητά μας μπορεί να υπάρξουν και προστριβές, αλλά αυτά είναι παντού.

Πηγή: Εφημερίδα Espresso








Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων









spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ