Η οικογένεια Μητσοτάκη έχει δημιουργήσει έναν ολόκληρο ψηφοθηρικό-επικοινωνιακό μηχανισμό ακριβώς για να χτυπά όποιο ανταγωνισμό και… σ’ όποιον αρέσει. Ετσι κι αλλιώς, διαλαλούν, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση
- Βασίλης Γαλούπης
Κάθε φορά που πιάνεται με ένα σκάνδαλο στην πλάτη, η πρωθυπουργική φαμίλια φροντίζει να μας ξεκαθαρίσει ότι πρέπει απλά να το καταπιούμε και να προχωρήσουμε παρακάτω. Οι ίδιοι δεν έχουν κανέναν σκοπό να κόψουν το χούι, γι’ αυτούς τα σκάνδαλα είναι θέμα αρχής. Οι ψηφοφόροι οφείλουν να το ξεχάσουν χωρίς να ρωτάνε πολλά πολλά.
Ετσι και τώρα με αυτούς τους απίθανους τύπους που μας φόρτωσαν, τους παρακμιακούς «Φραπέδες» και «Χασάπηδες», κάτι πλιατσικολόγους κομματάρχες που θησαύριζαν στις πλάτες των πολιτών.
Η ιντριγκαδόρισσα Ντόρα Μπακογιάννη, που της ξεφεύγει πού και πού και καμιά αλήθεια, από τη μία παραδέχτηκε ξερά ότι «ναι, υπάρχει κουμπαριά των Μητσοτάκηδων με τον “Φραπέ”», αλλά την ίδια στιγμή προσπάθησε πονηρούτσικα να το υποβαθμίσει.
Κι αυτό επειδή, στην Κρήτη, όπως μας είπε η Ντόρα, «οι μισοί είναι κουμπάροι των άλλων μισών. Να φέρω τον πατέρα μου κατηγορούμενο;» αναρωτήθηκε ρητορικά. Λες και η Κρήτη είναι άλλος τόπος, όπου οι κουμπαριές νομιμοποιούν κάθε είδους νταραβέρια και όπου είναι λογική, και κυρίως απενοχοποιημένη, η κάθε κουμπαριά. Οσο για το ασόβαρο ερώτημα «να φέρω τον πατέρα μου κατηγορούμενο;», δεν μπορεί να σταθεί καμία σοβαρή απάντηση.
Βέβαια, μέχρι λίγες ώρες και ημέρες πριν, η ίδια η κυβέρνηση το αρνούνταν κατηγορηματικά με τον πιο επίσημο τρόπο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης δήλωνε για τη «φραπεδιάρικη» κουμπαριά των Μητσοτάκηδων πως «κάτι τέτοιο είναι απολύτως ψευδές».
Σαν να μην έφτανε το ψέμα του παραμυθά Μαρινάκη, είχε και το θράσος από πάνω να κατηγορεί τον Ανδρουλάκη, που ξεμπρόστιασε τη σχέση των Μητσοτάκηδων με τους… αξιότιμους «Φραπέδες». Ελεγε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ ότι «ψεύδεται σε πανελλήνια μετάδοση», «πετάει λάσπη στον ανεμιστήρα», είναι «ακραίος» και άλλα τέτοια γραφικά. Πάλι καλά που δεν έγραψε ο Μαρινάκης στον Ανδρουλάκη πως «αν ζούσαμε στον εμφύλιο, από εμένα θα πήγαινες», όπως το ‘χει συνήθειο. Το είχε κάνει και με άλλον αρχηγό αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2012.
Ομως, από έναν τύπο ο οποίος αναβαθμίστηκε επί Κυριάκου σε υφυπουργός και κυβερνητικός εκπρόσωπος επειδή ως αφισοκολλητής του κόμματος απειλούσε, χουλιγκανικά, μέσω social media τον τότε επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τσίπρα, ένα ακόμα ψέμα δεν είναι και κάτι. Είναι μέρος της καθημερινότητας.
Και τι άλλο θα μπορούσε να προσφέρει ο Μαρινάκης στον πολιτικό διάλογο με τέτοια προϋπηρεσία διαδικτυακού τραμπουκισμού; Να μας μιλήσει για τις αρχές του και τη μετριοπάθεια ως θαυμαστής του τσίρκου της «Ομάδας Αλήθειας»; Η αλήθεια η κανονική δεν γεννιέται ποτέ από χέρια που θα ήθελαν να στέλνουν κόσμο στον οποιοδήποτε εμφύλιο.
Αυτή η διγλωσσία πρωθυπουργού και πρωθυπουργικής αδερφής μπορεί να έχει το γούστο της, αλλά στην ουσία έτσι λειτουργούν οι πολιτικές επιχειρήσεις. Η οικογενειακή επιχείρηση Μητσοτάκη είναι πρακτικά ένα πολιτικό μονοπώλιο κι έτσι μπορεί να λειτουργεί με θράσος χωρίς φόβο να χάσει πελάτες. Εχουν δημιουργήσει έναν ολόκληρο ψηφοθηρικό-επικοινωνιακό μηχανισμό ακριβώς για να χτυπάνε όποιο ανταγωνισμό και… σ’ όποιον αρέσουμε. Ετσι κι αλλιώς, διαλαλούνε, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Είτε η Μπακογιάννη το παραδέχτηκε επειδή γνωρίζει πως η κουμπαριά πρόκειται να επιβεβαιωθεί χωρίς η κυβέρνηση να μπορεί να κάνει κάτι είτε απλά αποφάσισε να ξεμπροστιάσει τον Μαρινάκη στο πλαίσιο κάποιας ενδοοικογενειακής μικροκόντρας, το βέβαιο είναι πως η Ντόρα συνηθίζει να μιλάει πολύ και για τα πάντα. Αναπόφευκτα, κάποιες φορές θα πει τα πράγματα όπως είναι.
Ενα άλλο ταλέντο της Μπακογιάννη είναι ότι μπορεί να λέει τα πιο σουρεαλιστικά πράγματα καταφέρνοντας κάθε φορά να μη γελάσει. Στην ίδια συνέντευξη που παραδέχτηκε ότι ο «Φραπές» είναι κουμπάρος του μπαμπά Μητσοτάκη, είπε και ότι «έχουμε φτάσει σε ένα 22% βελτίωση του εισοδήματος».
Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών μπορεί να κατέρρευσε στον πάτο της Ε.Ε., αλλά για την Μπακογιάννη το εισόδημά μας «βελτιώθηκε», αν βέβαια δεν χρειαζόταν ποτέ να πληρώσουμε για τίποτα, ώστε να μην μπαίνει στη μέση η ακρίβεια.
Στην πολιτική, η εξουσία γεννά εξουσία. Και η ατιμωρησία γεννά τσαμπουκά. Για την κυβέρνηση και τα κληρονομικά της παρακλάδια ο «Φραπές» τη μία «δεν είναι κουμπάρος μας» και την άλλη «ναι, είναι». Σε ακόμα μία εξεταστική της ντροπής αποφασίζουν να μην τον φέρουν και αρνούνται να προσαχθεί για να μην τους εκθέσει, μέχρι ο ίδιος ο «Φραπές» να το θελήσει, για τους δικούς του λόγους. Και η θητεία των αρίστων στην εξουσία, ανάμεσά τους και ο επίλεκτος κάποτε ΔΑΠίτης Παύλος Μαρινάκης, συνεχίζεται κανονικά.
Αυτά συμβαίνουν σε μπανανίες του τρίτου κόσμου που κάποιες φαμίλιες και το υπηρετικό τους προσωπικό μπορούν να σπάνε τους κανόνες ορθής διακυβέρνησης όποτε και όπου θέλουν, χωρίς συνέπειες.
Οι πολίτες το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να το δέχονται και να συνεχίσουν να τους ψηφίζουν. Γιατί, πού ξέρεις; Ετσι μπορεί κάποιοι να ποντάρουν κι αυτοί σε μια κουμπαριά με το μητσοτακέικο, προνόμιο που μπορεί να έχει τα πλεονεκτήματά του. Αλλωστε, αν, όπως είπε η Ντόρα, «στην Κρήτη οι μισοί είναι κουμπάροι των άλλων μισών», τότε με λίγη ακόμα διεφθαρμένη διακυβέρνηση Κυριάκου μπορεί και σε όλη την επικράτεια οι μισοί να γίνουν κουμπάροι των άλλων μισών…
Ντόρα Μπακογιάννη – Βουλευτής Χανίων Ν.Δ., πρώην ΥΠΕΞ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Είναι κόρη του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και αδερφή του νυν πρωθυπουργού. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Μόναχο. Ηταν σύζυγος του δολοφονηθέντος από τη 17Ν Παύλου Μπακογιάννη. Εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής το 1989, ενώ διετέλεσε δήμαρχος Αθηναίων το 2002-06, υπουργός Πολιτισμού το 1992-93 και υπουργός Εξωτερικών το 2006-09. Διεγράφη από τη Ν.Δ. επί Σαμαρά το 2010 και επέστρεψε στο κόμμα το 2012. Τον Απρίλιο 2010 τής απονεμήθηκε το παράσημο της Εθνικής Τάξης της Λεγεώνας της Τιμής.