Η Θεσσαλία, με επίκεντρο τη Λάρισα και τη Μαγνησία, εξακολουθεί να αποτελεί κορμό της ελληνικής παραγωγής
Η βιολογική ρόκα αποτελεί εδώ και χρόνια μία από τις πλέον δυναμικές καλλιέργειες στον χώρο των φρέσκων σαλατικών, με τη ζήτηση να διατηρεί σταθερά ανοδική πορεία τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στις διεθνείς αλυσίδες τροφίμων.
- Του Χάρη Μπερτίδη
Η έντονη γεύση, η υψηλή θρεπτική της αξία και το γεγονός ότι εντάσσεται στα προϊόντα άμεσης κατανάλωσης με υψηλό ρυθμό ανανέωσης των ραφιών την καθιστούν στρατηγική επιλογή για πλήθος παραγωγών. Ωστόσο, η φετινή χρονιά ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, με τις κλιματικές μεταβολές, τις αυξημένες απαιτήσεις της βιοκαλλιέργειας, τις ασθένειες και τις πιέσεις στην αγορά να δημιουργούν ένα περιβάλλον που τεστάρει τις αντοχές του Ελληνα παραγωγού.
Παρά τις δυσκολίες, όσοι διαθέτουν εμπειρία και οργάνωση κατάφεραν και αυτή τη χρονιά να κρατήσουν τη ρόκα στις κορυφαίες θέσεις των εξαγώγιμων ελληνικών σαλατικών. Η βιολογική ρόκα καλλιεργείται κατά κύριο λόγο σε τρεις βασικές ζώνες της χώρας: τη Βόρεια Ελλάδα (Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη), τη Θεσσαλία και τις παραθαλάσσιες περιοχές της Πελοποννήσου.
Στη Μακεδονία, οι μεγάλες εκτάσεις θερμοκηπιακής παραγωγής σε Ημαθία, Πέλλα και Πιερία επιτρέπουν συνεχή και σταθερή διάθεση προϊόντος προς τις μεγαλύτερες αλυσίδες της Ευρώπης. Στη Θράκη, η Ξάνθη και ο Εβρος επενδύουν τα τελευταία χρόνια σε βιολογικά συστήματα καλλιέργειας μικρών φυλλωδών, με τη ρόκα να αποτελεί προϊόν με υψηλή απόδοση και ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους.
Η Θεσσαλία, με επίκεντρο τη Λάρισα και τη Μαγνησία, εξακολουθεί να αποτελεί κορμό της ελληνικής παραγωγής χάρη στη μεγάλη εμπειρία των παραγωγών, την ύπαρξη σύγχρονων θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων και τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τέλος, η Πελοπόννησος -ιδιαίτερα η Αργολίδα, η Μεσσηνία και η Ηλεία- συνεχίζει να τροφοδοτεί κυρίως την εγχώρια αγορά με βιολογική ρόκα υψηλής ποιότητας, χάρη στις ήπιες θερμοκρασίες που επιτρέπουν παραγωγή σχεδόν όλο τον χρόνο. Φέτος όμως οι παραγωγοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα από τα πιο ασταθή κλιματικά μοτίβα της τελευταίας δεκαετίας.
Η άνοιξη μπήκε με έντονες εναλλαγές θερμοκρασίας, γεγονός που οδήγησε σε στρες των φυτών και σε παρατεταμένη καθυστέρηση στην έναρξη της παραγωγής. Ταυτόχρονα, περίοδοι υψηλής υγρασίας σε συνδυασμό με ξαφνικά κύματα ζέστης δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη μυκητολογικών προσβολών, κυρίως περονόσπορου και κλαδοσπορίωσης, οι οποίες στις βιολογικές καλλιέργειες είναι ακόμη πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν, καθώς απουσιάζουν τα συμβατικά χημικά όπλα. Η ανάγκη για συχνότερο εξαερισμό, σωστή διαχείριση άρδευσης και αυστηρή παρακολούθηση της σχετικής υγρασίας μέσα στα θερμοκήπια έγινε φέτος θεμελιώδης προϋπόθεση επιβίωσης της παραγωγής.
Εκεί όμως που οι παραγωγοί αντιμετώπισαν τη μεγαλύτερη πρόκληση ήταν οι εντομολογικές προσβολές. Η βιολογική ρόκα αποτελεί «μαγνήτη» για τους θρίπες, ιδιαίτερα σε περιόδους ζέστης και χαμηλής βροχόπτωσης, ενώ η παρουσία αφίδων έκανε σε ορισμένα στάδια την κατάσταση οριακή. Οι παραγωγοί που στηρίχθηκαν σε ολοκληρωμένα συστήματα βιολογικής φυτοπροστασίας, με ωφέλιμους οργανισμούς, παγίδες, φυτικά εκχυλίσματα και συστηματική παρακολούθηση του πληθυσμού, είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να περιορίσουν τις ζημιές. Παράλληλα, σε περιοχές της Θεσσαλίας αναφέρθηκαν έντονες προσβολές από μύγα των φυλλωδών, κάτι που οδήγησε σε απώλειες παραγωγής έως και 30% σε ορισμένες εκμεταλλεύσεις.
Υψηλές απαιτήσεις σε εργατικά και νερό
Ενα άλλο μεγάλο πρόβλημα που σημάδεψε τη φετινή χρονιά ήταν το κόστος παραγωγής. Η βιολογική ρόκα, ως καλλιέργεια με υψηλές απαιτήσεις σε εργατικά, νερό και ενέργεια, επηρεάστηκε έντονα από τις αυξημένες τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα, στα οργανικά λιπάσματα και τα βιολογικά μέσα φυτοπροστασίας.
Συγκεκριμένα, το κόστος για τα βιολογικά σκευάσματα που χρησιμοποιούνται σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες αυξήθηκε έως και 20%, ενώ η ανάγκη για συχνότερες επεμβάσεις λόγω των ιδιαίτερων κλιματικών συνθηκών της χρονιάς αύξησε σημαντικά τις δαπάνες. Η αύξηση της τιμής του εργατικού κόστους, ειδικά σε περιοχές με ελλείψεις εργατών γης, επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την καλλιέργεια. Παρά τις δυσκολίες, η ζήτηση για βιολογική ρόκα παραμένει υψηλή, κάτι που λειτουργεί ως αντίβαρο.
Στην εγχώρια αγορά, η κατανάλωση βιολογικών σαλατικών έχει ενισχυθεί σημαντικά, όχι μόνο λόγω της γενικότερης στροφής προς τα προϊόντα υγιεινής διατροφής, αλλά και λόγω της αυξανόμενης εμπιστοσύνης του καταναλωτή στα ελληνικά βιολογικά προϊόντα. Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ αναφέρουν ότι η ρόκα είναι μέσα στα τρία πιο δημοφιλή βιολογικά σαλατικά σε φύλλωμα, μαζί με το μαρούλι και το baby spinach. Στο εξωτερικό, η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί αξιόπιστο προμηθευτή.
Τα προβλήματα του κλάδου και ο ανταγωνισμός
H φετινή εικόνα της βιολογικής ρόκας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από μια ακόμη κρίσιμη παράμετρο που συζητούν έντονα οι παραγωγοί: την ανάγκη για πιο οργανωμένη προώθηση και καλύτερη διαχείριση της εμπορίας. Παρότι η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικής ποιότητας βιολογικά φυλλώδη, η αγορά πολλές φορές λειτουργεί αποσπασματικά, με αποτέλεσμα η τιμή παραγωγού να μην αντικατοπτρίζει πάντα το πραγματικό κόστος και την πραγματική αξία του προϊόντος.
Πολλοί αγρότες τονίζουν ότι η ρόκα είναι ένα προϊόν που πρέπει να φτάνει στον καταναλωτή μέσα σε λίγες ώρες από τη συγκομιδή, κάτι που απαιτεί οργανωμένες υποδομές ψύξης, αξιόπιστη εφοδιαστική αλυσίδα και συνέπεια στις παραδόσεις. Οταν αυτά δεν υπάρχουν, το προϊόν χάνει μέρος της εμπορικής του υπεραξίας. Γι’ αυτό και οι παραγωγοί που συνεργάζονται με συσκευαστήρια ή ομάδες παραγωγών φαίνεται ότι έχουν πλεονέκτημα, καθώς το προϊόν τους όχι μόνο συσκευάζεται άμεσα, αλλά μπαίνει και σε καλύτερα κανάλια διανομής. Ενα ζήτημα που επίσης απασχολεί έντονα τον κλάδο είναι το μέλλον των βιολογικών πιστοποιήσεων και το πώς η αγορά θα διασφαλίσει ότι ο καταναλωτής συνεχίζει να εμπιστεύεται το προϊόν.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι έλεγχοι, όμως οι παραγωγοί υποστηρίζουν ότι χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη διαφάνεια και ίσως ένα πιο εκσυγχρονισμένο πλαίσιο πιστοποίησης, το οποίο να αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες των καλλιεργειών μικρής διάρκειας, όπως είναι η ρόκα. Η συζήτηση στρέφεται συχνά στο αν οι συνεταιρισμοί ή οι ομάδες παραγωγών θα μπορούσαν να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στη διαδικασία, προσφέροντας κοινές υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης, συμβουλευτικής και ελέγχου, ώστε να μειωθεί το κόστος στον μεμονωμένο αγρότη. Παράλληλα, γίνεται ολοένα πιο φανερό ότι η τεχνολογία θα παίξει σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια.
Ακόμη και στη βιολογική παραγωγή, εργαλεία όπως οι αισθητήρες υγρασίας, τα έξυπνα συστήματα άρδευσης και οι αυτόματες μονάδες παρακολούθησης κλιματικών συνθηκών μέσα στο θερμοκήπιο προσφέρουν πλεονέκτημα, καθώς επιτρέπουν έγκαιρες παρεμβάσεις και μειώνουν την πιθανότητα εμφάνισης ασθενειών. Πολλοί παραγωγοί που ήδη έχουν υιοθετήσει τέτοιες τεχνολογίες αναφέρουν ότι κατάφεραν να διατηρήσουν σταθερή ποιότητα, ακόμη και μέσα σε μια από τις πιο «κουραστικές» χρονιές. Ωστόσο, το υψηλό κόστος επένδυσης παραμένει εμπόδιο για μικρότερες εκμεταλλεύσεις, που συχνά δυσκολεύονται να προχωρήσουν σε τέτοιες αναβαθμίσεις χωρίς κάποια μορφή χρηματοδοτικού εργαλείου.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο κλάδος της βιολογικής ρόκας καλείται να αποφασίσει πώς θα κινηθεί στο μέλλον. Η ζήτηση αυξάνεται, η αγορά γίνεται πιο απαιτητική και ο ανταγωνισμός από άλλα μεσογειακά κράτη μεγαλώνει. Η Ελλάδα όμως έχει κάτι που δεν μπορούν εύκολα να προσφέρουν όλοι: μικρές, οικογενειακές παραγωγές με βαθιά τεχνογνωσία, πλούσια εμπειρία και προϊόν υψηλής ποιότητας που αναγνωρίζεται από τους καταναλωτές. Αν καταφέρει να οργανωθεί καλύτερα και να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες χωρίς να χάσει τον βιολογικό χαρακτήρα της, τότε η ρόκα μπορεί να γίνει ένα από τα ισχυρά ελληνικά εξαγώγιμα «χαρτιά» για τα επόμενα χρόνια.
Διακυμάνσεις στην παραγωγή στη Θεσσαλία – Σταθερή σε Πελοπόννησο και Μακεδονία
Φέτος, οι εξαγωγές δεν κινήθηκαν στον ίδιο ρυθμό με πέρυσι. Η μείωση της παραγωγής σε αρκετές περιοχές λόγω ασθενειών και κλιματικών συνθηκών περιόρισε τις διαθέσιμες ποσότητες, ενώ τα αυξημένα μεταφορικά κόστη δυσκόλεψαν ιδιαίτερα τους μικρότερους παραγωγούς που δεν διαθέτουν σταθερά συμβόλαια με εταιρίες τυποποίησης ή εξαγωγικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει σε καθετοποίηση και επώνυμα προϊόντα διατήρησαν ή και αύξησαν το μερίδιό τους, κάνοντας σαφές ότι το μέλλον της ελληνικής βιολογικής ρόκας βρίσκεται στην ποιότητα, στη σταθερότητα και τη δυνατότητα branding.
Οσον αφορά τις αποδόσεις, η χρονιά είχε μεγάλες διακυμάνσεις. Στα καλά διαχειριζόμενα θερμοκήπια της Μακεδονίας και της Πελοποννήσου, οι αποδόσεις κινήθηκαν κοντά στα περσινά επίπεδα, φτάνοντας από 1 έως 1,5 τόνο ανά στρέμμα ανά κύκλο παραγωγής, ανάλογα με την πυκνότητα και την τεχνική καλλιέργειας. Στη Θεσσαλία, όμως, οι αποδόσεις έπεσαν αισθητά.
Πηγή: Εφημερίδα Έλληνας Αγρότης



