Μιλά στον «Ε.Α.» η Μαργαρίτα Ντεμερούκα*, ιστορικός και μέλος της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Τριφυλίας
Γλυκόπικρη, γιατί για τους περισσότερους από τους κατοίκους των περιοχών αυτών αντιπροσωπεύει είτε το πρόσφατο παρελθόν τους είτε ένα παρόν που δεν έχει μέλλον. Και, πραγματικά, οι εποχές που η καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας κυριαρχούσε στη ζωή των ανθρώπων περνούν σταδιακά στη λήθη.
- Του Σάκη Τρεχα
Ξεχνιούνται, μαζί με το λεξιλόγιο που πλαισίωνε την καθημερινότητα των εργασιών και περιέγραφε τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Μένουν μόνο τα απομεινάρια από έναν αγροτικό κόσμο εντελώς διαφορετικό, αλλά και εκπληκτικά παρόμοιο με τον σημερινό.
Η ιστορία της μαύρης σταφίδας έχει απασχολήσει τους ιστορικούς και έχει μελετηθεί μέσα από διαφορετικά πρίσματα – από την πλευρά της οικονομικής ιστορίας και του εμπορίου, του συνδικαλιστικού και του αγροτικού κινήματος, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και του εκσυγχρονισμού. Για τον σκοπό αυτόν έχουν μελετηθεί τα αρχεία των εφημερίδων, των αγροτικών συνεταιρισμών, των τραπεζών, τα ιδιωτικά αρχεία των σταφιδεμπόρων, ακόμα και τα προικοσύμφωνα, όπου αποτυπωνόταν η κυριαρχία της μαύρης σταφίδας τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις σχέσεις των ανθρώπων.
Σταδιακά, ο αγροτικός χώρος, ο οποίος χαρακτηριζόταν από τη μονοκαλλιέργεια της μαύρης σταφίδας, πέρασε στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς. Η αλλαγή αυτή δεν αποτυπώνεται μόνο στους χάρτες και στα στατιστικά δεδομένα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, αλλά αποτελεί μια πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή μέσα από την παρατήρηση του αγροτικού τοπίου και του ρυθμού της ζωής των κατοίκων στις περιοχές αυτές. Είναι ενδιαφέρουσα η αποτύπωση των διαδρομών που ακολουθήθηκαν, ώστε να γίνει αυτή η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών.
Στο εγχείρημα αυτό είναι σημαντική η συμβολή των καταγεγραμμένων αφηγήσεων των ίδιων των αγροτών, οι οποίοι από σταφιδοπαραγωγοί έγιναν σταδιακά ελαιοπαραγωγοί. Πρόκειται για ένα πρόσφατο παρελθόν, του οποίου οι μνήμες είναι ακόμα ζωντανές. Για αυτό είναι σημαντική η καταγραφή τους, προτού αυτές χαθούν, και μιλάμε πλέον για την ιστορία του τόπου και όχι για τη βιωμένη ιστορία των ανθρώπων του. Αλλά γιατί χρειάζεται να ανατρέχουμε στο παρελθόν και να κυνηγάμε τις ανακλάσεις του στα υλικά και τα άυλα υπολείμματά του, ειδικά όταν ο χρόνος για τον αγρότη δεν είναι ποτέ στατικός;
Συμπαρασύρεται από τον ρυθμό ανάπτυξης των καλλιεργειών του και έτσι συντονίζεται με τον αδιάκοπο κύκλο της φύσης. Μέσα από τα εργαλεία που προσφέρει η προφορική Ιστορία, μπορούμε να προσεγγίσουμε το παρελθόν δίνοντας χώρο έκφρασης στα γηραιότερα μέλη των κοινοτήτων μας. Πρόκειται για αγρότες για τους οποίους η καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας ήταν η κύρια απασχόλησή τους ανάμεσα στις δεκαετίες του ’50 και του ’90, οπότε προχώρησαν στην εκρίζωσή της. Αν και τα σταφιδοχώραφά τους έχουν προ πολλού αντικατασταθεί με ελαιόδεντρα, στις αφηγήσεις τους διακρίνονται ακόμα οι καλλιεργητικές τεχνικές της μαύρης σταφίδας, όπως αυτές προσαρμόστηκαν στο μικροκλίμα και στη γεωγραφία κάθε περιοχής.
Επίσης, μαζί με τις καθημερινές συνήθειες και τις κοινωνικές πρακτικές που ακολουθούσαν, οι αφηγητές επιχειρούν να συνοψίσουν και να εξηγήσουν τους λόγους που οδήγησαν καθέναν από αυτούς στην εγκατάλειψη της καλλιέργειας της μαύρης σταφίδας. Οι συνεντεύξεις των σημερινών ογδοντάχρονων συνταξιούχων αγροτών μπορούν να παρουσιάσουν με περισσότερη ευκρίνεια το πλαίσιο στο οποίο κινούνταν ο κόσμος της υπαίθρου.
Στη Μεσσηνία, η αγροτική οικονομία στηριζόταν στην εντατική καλλιέργεια των προϊόντων που είχαν μεγάλη ζήτηση στις αγορές του εξωτερικού. Ως εκ τούτου, η σταφίδα αποτελούσε το αγροτικό προϊόν που μπορούσε να φέρει σημαντικά έσοδα στα νοικοκυριά. Οπως αναφέρουν οι πληροφορητές, η μαύρη σταφίδα δεν προοριζόταν για το καθημερινό τραπέζι της οικογένειας. Η κατανάλωσή της ήταν περιορισμένη και δεν είχε ενταχθεί στις παραδοσιακές συνταγές, πέρα από κάποια γλυκίσματα. Αν πήγαινε καλά η χρονιά, η μαύρη σταφίδα αυτομάτως μετατρεπόταν για τους αγρότες σε χρήματα που αντιστοιχούσαν στην προίκα των κοριτσιών, στην επέκταση της περιουσίας, στο χτίσιμο του σπιτιού της οικογένειας ή στην αποπληρωμή των χρεών τους.
Από τη σταφίδα στην ελιά
Σταδιακά, ο αγροτικός χώρος, ο οποίος χαρακτηριζόταν από τη μονοκαλλιέργεια της μαύρης (κορινθιακής) σταφίδας, πέρασε στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς.
Ενδιαφέρουσες αφηγήσεις αγροτών
Στις αφηγήσεις των αγροτών διακρίνονται ακόμα οι καλλιεργητικές τεχνικές της μαύρης σταφίδας, όπως αυτές προσαρμόστηκαν στο μικροκλίμα κάθε περιοχής.
Καθαρά εξαγώγιμο προϊόν
Η σταφίδα αποτελούσε το προϊόν που μπορούσε να φέρει σημαντικά έσοδα στα νοικοκυριά και δεν προοριζόταν για το καθημερινό τραπέζι της οικογένειας.
Δελεαστική πρόταση ως συμπληρωματική καλλιέργεια
Το σκηνικό για την τελευταία πράξη του αποχαιρετισμού της μαύρης σταφίδας είχε προετοιμαστεί με τη συγκαλλιέργεια. Ανάμεσα στα κλήματα φυτεύονταν σταδιακά ελαιόδεντρα, και όταν αυτά γίνονταν παραγωγικά η ασύμφορη μαύρη σταφίδα εκριζωνόταν. Οι σημερινοί λιγοστοί σταφιδοπαραγωγοί είναι οι τελευταίοι ρομαντικοί που καθυστερούν να αποχωριστούν τα κλήματά τους. Αγαπούν όχι μόνο το προϊόν, αλλά και τον τρόπο καλλιέργειας του φυτού.

Τα σταφιδοχώραφα που έχουν απομείνει σήμερα βρίσκονται περιτριγυρισμένα από συνεχόμενους ελαιώνες. Οι καλλιεργητές της μαύρης σταφίδας βιώνουν κι αυτοί από τη μεριά τους την κατάσταση εξαίρεσης από τα κυρίαρχα αγροτικά προϊόντα, στην οποία βρίσκεται και το προϊόν τους. Η διαρκώς μειούμενη παρουσία τους λειτουργεί αποτρεπτικά στον σχεδιασμό βιώσιμων στρατηγικών για το προϊόν τους και τη διεκδίκηση της οικονομικής τους στήριξης.
Κι όμως, σε μια εποχή που το ζήτημα της αναδιάρθρωσης καλλιεργειών επανέρχεται, η μαύρη σταφίδα μπορεί να αποτελέσει δελεαστική πρόταση ως συμπληρωματική καλλιέργεια, ακόμα και ως συγκαλλιέργεια μαζί με ελαιόδεντρα. Υπάρχουν περιοχές όπου το μικροκλίμα είναι ιδανικό για την καλλιέργεια της σταφίδας. Ο συνδυασμός των νέων καλλιεργητικών τεχνικών με την τεχνογνωσία, που ακόμα δύνανται να μοιραστούν οι παλιότεροι σταφιδοκαλλιεργητές, μπορεί να φέρει νέα πνοή στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου. Να υπερπηδήσει τις πολλές εργατοώρες που στοίχιζαν ακριβά στην προηγούμενη γενιά και να βελτιώσει το τελικό προϊόν.
Επιπλέον, η καλλιέργεια της σταφίδας δεν απαιτεί τη χρήση νερού, συμβάλλοντας έτσι στη βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων πόρων, ειδικά σε περιοχές, αγροτικές και τουριστικές, που πλήττονται από την υπεράντληση των υπόγειων υδροφορέων. Σήμερα, οι σταφιδοπαραγωγοί ασχολούνται παράλληλα με ελιές και κηπευτικά. Αυτή είναι μία σημαντική διαφοροποίηση της σημερινής γενιάς από τις προηγούμενες, οι οποίες απασχολούνταν αποκλειστικά με τη μαύρη σταφίδα και είχαν μόνο έναν τρόπο διάθεσής της, μαζικά, στις αποθήκες του ΑΣΟ ή στους εμπόρους, στοιβαγμένη σε τσουβάλια, να καταλήγει στον τελικό αγοραστή χωρίς την ταυτότητα του παραγωγού και του τόπου της.
Εξέχουσα θέση ανάμεσα στα superfoods
Η μαύρη σταφίδα, με την ιδιαίτερη γεύση της και σε συνδυασμό με τις θρεπτικές και αντιοξειδωτικές της ιδιότητες, μπορεί να βρει τη δική της θέση στην αγορά των superfoods. Επίσης, μέσα από τη σύνδεση με τους τόπους παραγωγής της, εισάγεται στη διατροφική κατηγορία των berries ένα οικείο και ποιοτικό προϊόν, το οποίο μπορεί να συνδεθεί εκ νέου με την ταυτότητα της περιοχής. Στρέφοντας λοιπόν το βλέμμα στο παρελθόν, παίρνουμε απαντήσεις στα ερωτήματα που μας απασχολούν στο παρόν.
Η πρακτική των μονοκαλλιεργειών είχε οδηγήσει σε οικονομικό τέλμα πολλούς καλλιεργητές τα προηγούμενα χρόνια. Διαφαίνεται ως ισχυρή πρόταση ο εμπλουτισμός των καλλιεργειών, η συμπληρωματικότητα και οι συγκαλλιέργειες. Με τον τρόπο αυτόν, αφενός αυξάνονται οι πιθανότητες κέρδους, αφετέρου μειώνεται η εξάρτηση του αγροτικού εισοδήματος από τα εμπορικά μονοπώλια.
Η καλλιέργεια μαύρης σταφίδας δεν μπορεί να επιστρέψει στα μεγέθη των μέσων του περασμένου αιώνα. Αποτελεί όμως ένα ιδιαίτερο αγροτικό και διατροφικό προϊόν, που οι πρακτικές και η τεχνογνωσία της καλλιέργειάς του βρίσκονται στη φαρέτρα των σημερινών σταφιδοκαλλιεργητών. Μήπως έχει έρθει η ώρα της αναβίωσής του και, σε αντίθεση με το παρελθόν, της ένταξής του στις καθημερινές μας συνήθειες; Η καλλιέργεια της μαύρης (κορινθιακής) σταφίδας έχει εγγραφεί ως στοιχείο στο Εθνικό Ευρετήριο της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς από το 2018.
*Γεννήθηκε στους Γαργαλιάνους Τριφυλίας, σε αγροτική οικογένεια (με ελιές και κηπευτικά – θερμοκήπια). Εχει σπουδάσει στο ΕΚΠΑ, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, με κατεύθυνση την Ιστορία. Εχει μεταπτυχιακό στη Δημόσια Ιστορία, (δημόσιος ιστορικός) και τη Διοίκηση Πολιτιστικών Μονάδων (πολιτιστική διαχειρίστρια ή σύμβουλος Πολιτισμού) από το ΕΑΠ. Είναι μέλος της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Τριφυλίας, η οποία ασχολείται και με τη συλλογή πληροφοριών, μέσω συνεντεύξεων, για τον αγροτικό χώρο και τον πολιτισμό.



