Αναδύεται μια μάζα ανθρώπων χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς εισόδημα, χωρίς ρόλο. Μια πρεκαριατοποιημένη κοινωνία, όπου η ανασφάλεια δεν είναι παροδική, αλλά η μόνιμη συνθήκη
Η ιστορία του Σταύρου από τη Μεσσηνία δεν είναι μια τοπική μικροϊστορία, είναι ένας καθρέφτης. Διακόσιες ρίζες ελιές, ένα κομμάτι γης κληρονομημένο, ένα δέντρο που ποτίστηκε με χρόνους και κόπο, κι όμως η αριθμητική είναι αμείλικτη. Η τιμή του λαδιού στα 4,7 ευρώ, το κόστος στα 7. Στην πραγματικότητα ο Σταύρος προσπαθεί να κρατηθεί όρθιος εκεί όπου η πολιτική ορθότητα έχει ήδη αποφασίσει ότι δεν τον χρειάζεται. Κι από πάνω, η ειρωνεία. Οι επιδοτήσεις, που παρουσιάζονται ως εργαλείο στήριξης, έχουν μετατραπεί σε εργαλείο πειθάρχησης και πελατειακής εύνοιας.
Ο Σταύρος, και όσοι του μοιάζουν, ακούν ότι «δεν δικαιούνται» αποζημίωση για το χαλάζι που έσπασε τη σοδειά τους. Ο γείτονας όμως, με τις σωστές κομματικές διασυνδέσεις, αποζημιώνεται κανονικά, ακόμα και κάποιος που την εποχή της καταστροφής δεν είχε καν καρπό στα δέντρα του. Αλλος, με «λογκωμένο» χωράφι, εμφανίζεται ως βιοκαλλιεργητής. Το μαφιόζικο κράτος δεν είναι λάθος στο σύστημα, είναι το ίδιο το σύστημα. Στο επίπεδο του συμβολικού, η αντίθεση είναι εξίσου αποκαλυπτική. Στο Δημόσιο, ο χαμηλόβαθμος υπάλληλος οφείλει να απολογηθεί μέχρι το τελευταίο λεπτό του ευρώ που διαχειρίζεται.
Στον ΟΠΕΚΕΠΕ τα χρήματα κυλούσαν ελεύθερα προς τους ημετέρους. Η αυστηρότητα κατεβαίνει κάθετα προς τα κάτω, η ασυδοσία επεκτείνεται στην κορυφή. Είναι ένα παιδαγωγικό μάθημα εξουσίας, «έτσι θα μάθεις τη θέση σου». Παράλληλα, 85.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν το αγροτικό επάγγελμα τον τελευταίο χρόνο. Σχεδόν οι μισές μικρές επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο. Αυτά τα νούμερα δεν είναι στατιστικά ατυχήματα. Είναι το αποτύπωμα μιας πολιτικής επιλογής.
Η μικρή ιδιοκτησία, ο μικρομαγαζάτορας, ο αυτοαπασχολούμενος, ο μικρός παραγωγός, όλα τα μικρά «εγώ» που στήριζαν έναν κοινωνικό ιστό, διαλύονται. Στη θέση τους αναδύεται μια μάζα ανθρώπων χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς εισόδημα, χωρίς ρόλο. Μια πρεκαριατοποιημένη κοινωνία, όπου η ανασφάλεια δεν είναι παροδική, αλλά η μόνιμη συνθήκη. Μέσα σε αυτό το σκηνικό τα κόμματα συνεχίζουν να μιλούν σαν να εκπροσωπούν ακόμη τάξεις που ήδη έχουν ομογενοποιηθεί.
Η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ συνάντησαν στο ίδιο σημείο την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, την αποδομητική πίεση πάνω σε κάθε μικρό οικονομικό κύτταρο, την αποδοχή ενός μοντέλου όπου μόνο οι μεγάλοι παίκτες, τα καρτέλ, οι συσσωρευμένοι πόροι έχουν δικαίωμα επιβίωσης. Η πολιτική διαμάχη περιορίζεται στο ύφος, ποτέ στην ουσία. Κάποτε τα κόμματα ήταν, τουλάχιστον στην αυτοεικόνα τους, η φωνή των κοινωνικών τάξεων. Σήμερα είναι οι διαχειριστές μιας νεοφεουδαρχικής τάξης. Μιας τάξης όπου λίγοι νέμονται τον πλούτο, ενώ οι πολλοί σπρώχνονται σταδιακά σε μια ζώνη γκρίζας επιβίωσης.
Η Μεσσηνία, που παλεύει να ζήσει καλλιεργώντας διακόσιες ρίζες ελιές, είναι η συμπυκνωμένη μορφή του συλλογικού μας βίου. Οι επιδοτήσεις, οι αποζημιώσεις, η κρατική μέριμνα έχουν μετατραπεί σε πελατειακή διανομή, όπου η ανάγκη λύγισε για να χωρέσει το προνόμιο. Μέσα σε αυτό το τοπίο, τα κόμματα συνεχίζουν να μιλούν σαν να έχουν ακόμη κοινωνική βάση. Η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι αυτοτοποθετούνται σε υποτιθέμενους αντίθετους ιδεολογικούς πόλους, συναντήθηκαν σε μια κρίσιμη τομή. Την καταστροφή της μεσαίας τάξης και των μικρών παραγωγών στον βωμό της χρηματοπιστωτικής συσσώρευσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίστηκε ως υπερασπιστής των αδύναμων, έφερε τα funds στην Ελλάδα και νομοθέτησε το πιο χυδαίο εργαλείο απαλλοτρίωσης. Τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Κι εκεί, το αριστερό κόμμα λειτούργησε ως ο καταλύτης της ίδιων διαδικασιών με τη Δεξιά. Η μικρή ιδιοκτησία παραδίδεται στα κέντρα ισχύος, η κοινωνική τάξη μικρών και μεσαίων εξαφανίζεται.
Κάποτε τα κόμματα παρίσταναν ότι υπερασπίζονταν τις κοινωνικές τάξεις. Σήμερα εκπροσωπούν μόνο την ελίτ. Η ιστορία του Σταύρου θα παραμένει ως υπενθύμιση ότι το ουσιαστικό πολιτικό ερώτημα δεν είναι «ποιος θα κυβερνήσει», αλλά εάν υπάρχει κάποιος για να εκπροσωπήσει έναν λαό που έχει ήδη περάσει σε κατάσταση δουλείας.



