Η εικόνα του ελληνικού συστήματος Υγείας, όπως αποτυπώνεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ «Health at a Glance 2025», χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις.
Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει υψηλό προσδόκιμο ζωής και σχετικά θετικές αυτοαναφορές υγείας από τους πολίτες. Από την άλλη, οι δείκτες πρόσβασης, οργάνωσης και κατανομής πόρων αναδεικνύουν ένα σύστημα που δυσκολεύεται να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού και να προσαρμοστεί στις σύγχρονες προκλήσεις.
Το προσδόκιμο ζωής στη χώρα φτάνει τα 81,8 έτη, ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ενώ μικρότερο ποσοστό πολιτών δηλώνει κακή ή πολύ κακή υγεία. Οι δείκτες αυτοί, ωστόσο, δεν αποτυπώνουν πλήρως την καθημερινή εμπειρία των χρηστών του συστήματος. Η αποφεύξιμη θνησιμότητα παραμένει σημαντική, ενώ η επιβάρυνση από χρόνιες παθήσεις δείχνει ότι η πρόληψη και η έγκαιρη παρέμβαση δεν λειτουργούν με την αποτελεσματικότητα που θα μπορούσαν.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά το ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού. Η Ελλάδα καταγράφει έναν από τους υψηλότερους αριθμούς γιατρών ανά κάτοικο στον ΟΟΣΑ, στοιχείο που συχνά δημιουργεί την εντύπωση επάρκειας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πιο σύνθετη.
Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει όλους όσοι διαθέτουν άδεια άσκησης επαγγέλματος, ανεξαρτήτως αν εργάζονται ενεργά, ενώ η σύνθεση του ιατρικού σώματος παρουσιάζει σοβαρές ανισορροπίες. Οι γενικοί και οικογενειακοί γιατροί αποτελούν μικρό ποσοστό, γεγονός που αποδυναμώνει την πρωτοβάθμια φροντίδα και περιορίζει τον ρόλο της ως βασικού σημείου εισόδου και συντονισμού της περίθαλψης.
Αντίστοιχα, η υστέρηση στον αριθμό των νοσηλευτών είναι από τις πιο έντονες στον ΟΟΣΑ. Η χαμηλή αναλογία τους σε σχέση με τον πληθυσμό επηρεάζει άμεσα την ποιότητα της φροντίδας, την ασφάλεια των ασθενών και την αντοχή του συστήματος. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο παρόν, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι ελάχιστοι νέοι εκφράζουν ενδιαφέρον για το επάγγελμα, προμηνύοντας περαιτέρω επιδείνωση τα επόμενα χρόνια.
Παρά τη θεσμικά καθολική ασφαλιστική κάλυψη, η πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας εμφανίζει σημαντικά κενά. Η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό ακάλυπτων αναγκών στον ΟΟΣΑ, με πολίτες να δηλώνουν ότι δεν έλαβαν την περίθαλψη που χρειάζονταν. Το κόστος αποτελεί βασικό εμπόδιο, γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη χαμηλή ικανοποίηση από τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο. Η οδοντιατρική φροντίδα αναδεικνύεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα άνισης πρόσβασης, ιδίως για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Η δομή των δαπανών Υγείας συμβάλλει στη διαιώνιση αυτών των προβλημάτων. Ένα μεγάλο μέρος των πόρων κατευθύνεται στην ενδονοσοκομειακή φροντίδα, ενώ η πρωτοβάθμια και η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη παραμένουν σχετικά υποβαθμισμένες. Παράλληλα, η ιδιωτική συμμετοχή στις δαπάνες είναι υψηλή σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα το οικονομικό βάρος να μεταφέρεται στους πολίτες χωρίς αντίστοιχη βελτίωση στην εμπειρία φροντίδας.
Στον τομέα της πρόληψης, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι παράγοντες κινδύνου παραμένουν αυξημένοι, ενώ η συμμετοχή σε προληπτικούς ελέγχους είναι περιορισμένη. Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου τα νοσήματα διαγιγνώσκονται σε πιο προχωρημένα στάδια, επιβαρύνοντας τόσο τους ασθενείς όσο και το σύστημα. Η περιορισμένη αξιοποίηση ψηφιακών υπηρεσιών και η χαμηλή δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια φροντίδα επιτείνουν τις πιέσεις, ιδίως σε μια κοινωνία που γηράσκει.
Η ανάλυση ανά φύλο φωτίζει επιπλέον ανισότητες. Οι άνδρες εμφανίζουν υψηλότερη πρόωρη θνησιμότητα, κυρίως από εξωγενή αίτια και καρδιαγγειακά νοσήματα, ενώ οι γυναίκες ζουν περισσότερα χρόνια με προβλήματα υγείας και περιορισμούς, με τον καρκίνο να αποτελεί βασική αιτία πρόωρης απώλειας ζωής.


