Στη σκιά της ενδοκυβερνητικής διαπραγμάτευσης για τον ανασχηματισμό και των αλαζονικών εκφράσεων του ΣΥΡΙΖΑ επί παντός επιστητού, τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας εισέρχονται σε κρίσιμη φάση.
Η ανησυχία δεν αφορά μόνον την -εντυπωσιακότατη- αναβίωση της τουρκικής τακτικής υπερπτήσεων ελληνικών νησιών και παραβιάσεων εναέριου χώρου και χωρικών υδάτων, αλλά και τα διαδοχικά πλήγματα (ευτυχώς, όχι ανεπανόρθωτα) στο Κυπριακό και στο μέτωπο αξιοποίησης των υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου. Ενώ υπήρχαν βάσιμες ελπίδες για παραγωγικό διάλογο στη Μεγαλόνησο (με ευεργετικές συνέπειες και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις) και επικρατούσε αισιοδοξία για την τριμερή ενεργειακή συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, ξαφνικά σχεδόν όλα έχουν αλλάξει.
Η δυσάρεστη πορεία άρχισε όταν η ελληνική διπλωματία αιφνιδιάστηκε με τη δημόσια απόρριψη των σχεδίων μεταφοράς του φυσικού αερίου του Ισραήλ, μέσω Κύπρου και Ελλάδας, από τον υπουργό Εξωτερικών Α. Λίμπερμαν. Ο Ισραηλινός αξιωματούχος επικαλέστηκε την (υπαρκτή, αλλά όχι αποκλειστική) διάσταση του εμπορικού χαρακτήρα του έργου και του δικαιώματος απόφασης των εμπλεκόμενων ιδιωτικών εταιριών.
Με το αναμφισβήτητο δεδομένο ότι η εξαγωγή μέσω Κύπρου και Ελλάδας αποτελεί τεχνικά δύσκολη και οικονομικά πανάκριβη λύση, η απορία είναι γιατί είχε επικρατήσει τόσο μεγάλη αισιοδοξία στην Αθήνα. Το ζητούμενο, τώρα, είναι αν η ελληνική πλευρά θα αποσπάσει κάποιο αντάλλαγμα, αφού (πέραν των ιδιωτικών εταιριών) η ισραηλινή κυβέρνηση και η Βουλή πρέπει να εγκρίνουν την άδεια εξαγωγής του φυσικού αερίου προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Η ισραηλινή απόφαση και η, σχεδόν ταυτόχρονη, διαπίστωση ότι τα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου της Μεγαλονήσου ενδεχομένως δεν εγγυώνται τη βιωσιμότητα του τερματικού σταθμού στην περιοχή Βασιλικού οδήγησαν τον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη σε έναν ριψοκίνδυνο ελιγμό: επιχείρησε να δελεάσει την Αγκυρα, υπογραμμίζοντας ότι η επίλυση του Κυπριακού θα επιτρέψει μια άμεση συμφωνία επί της κατασκευής αγωγού φυσικού αερίου προς την Τουρκία. Αν και πολύ «προχωρημένη», η πρόταση Αναστασιάδη ίσως να διευκόλυνε τη λύση, καθώς η Τουρκία θα αποκόμιζε οφέλη και οι Τουρκοκύπριοι το μερίδιό τους από την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων.
Ωστόσο, η Λευκωσία και η Αθήνα (που δεν εξέφρασε αντιρρήσεις στον κ. Αναστασιάδη) δεν κατάφεραν να πείσουν την Ουάσινγκτον, η οποία είναι ο πιο δυναμικός πρωταγωνιστής στο ενεργειακό σκηνικό της ΝΑ Μεσογείου.
Σύμφωνα με εγκυρότατες πηγές, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Μπάιντεν, που επισκέφθηκε την περασμένη εβδομάδα τη Λευκωσία, στήριξε αρκετές από τις πρωτοβουλίες Αναστασιάδη, αλλά όχι και τη συγκεκριμένη για τον αγωγό προς την Τουρκία. Ο κ. Μπάιντεν παρέπεμψε την κατασκευή του αγωγού σε χρόνο μεταγενέστερο της λύσης του Κυπριακού, υιοθετώντας τις υπηρεσιακές προτάσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με εισηγητές τον αναπληρωτή βοηθό υπουργό Α. Χόχστιν και τον πρεσβευτή στη Λευκωσία Τζ. Κένινγκ (με επιτυχημένη θητεία ως υπεύθυνος πολιτικών – στρατιωτικών υποθέσεων στην πρεσβεία της Αθήνας στα τέλη της δεκαετίας του ’90).
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η ελληνική πλευρά ωθείται σε ολοένα δυσκολότερη θέση και ότι ο συνδυασμός οικονομικής κρίσης και ανοιχτών εξωτερικών θεμάτων δύσκολα αντιμετωπίζεται. Και, δυστυχώς, όλες οι κυβερνήσεις μετά το 1974 έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με δύσκολες διπλωματικές ή στρατιωτικές κρίσεις.
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.


