Η ολοκλήρωση της ελληνικής προεδρίας στην Ε.Ε. έχει δύο όψεις: Ανεδείχθη επιτυχής και πλούσια στην προώθηση πολιτικών και νομικών ζητημάτων που εκκρεμούσαν στην κοινοτική γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αλλά απεδείχθη μέτρια και φτωχή στο χειρισμό διπλωματικών θεμάτων, όπως η Ουκρανία, οι θαλάσσιες ζώνες και ο εμπορικός διάλογος με τις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση και, κυρίως, ο υπουργός Εξωτερικών κρατήθηκαν από τους ισχυρούς εταίρους, συνειδητά και προσβλητικά, σε μακρινή απόσταση από τους μείζονες χειρισμούς. Ούτε ρώτησαν ούτε συμβουλεύτηκαν σε τίποτα ουσιαστικό τον κ. Ευ. Βενιζέλο. Σε άλλες περιπτώσεις, η Αθήνα τήρησε -η ίδια- αποστάσεις, ώστε σε περίοδο οικονομικής κρίσης να μην επιβαρύνει την ατζέντα με θέματα πέραν του άμεσου ενδιαφέροντός της.
Πάντως, όποια άποψη κι αν έχει κανείς για τις επιδόσεις της προεδρίας, το ζητούμενο για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι, τώρα, να κοιτάξει μπροστά και να προετοιμαστεί αποτελεσματικά για (άλλη μία) ανατροπή ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή.
Η Αθήνα, το 2011, εξεπλάγη από την Αραβική Ανοιξη, το 2012 αξιοποίησε τον εμφύλιο της Συρίας για να τονίσει την ελληνική συμβολή στην περιφερειακή σταθερότητα και το 2013 προώθησε τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, έχοντας πολλές προσδοκίες (που δεν εκπληρώθηκαν) στα μέτωπα της ενέργειας και του Κυπριακού.
Τώρα, στα μέσα του 2014, έγκυρες πληροφορίες δείχνουν ότι η κυβέρνηση θα κληθεί, το φθινόπωρο, να λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις. Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας με την Τουρκία θα συγκληθεί τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο, οι δύο πλευρές στην Κύπρο θα πιεστούν για πιο εντατικό διάλογο μετά τη Γ.Σ. του ΟΗΕ την ίδια περίοδο, η κρίση στη Μέση Ανατολή προοιωνίζεται αλλαγή συνόρων, ίσως εντός λίγων μηνών, και στο παιχνίδι των αγωγών ίσως κριθούν πολλά στα τέλη του έτους.
Ειδικά, οι χειρισμοί έναντι του κ. Ερντογάν θα είναι δύσκολοι. Το τελευταίο έτος, η ελληνική πλευρά έχει ακούσει από πολλές δυτικές κυβερνήσεις σειρά μειωτικών χαρακτηρισμών εναντίον του, καθώς ο Τούρκος πρωθυπουργός διέψευσε τις (αφελείς) προσδοκίες για ένα «σύγχρονο Ισλάμ». Ωστόσο, η τεράστια ικανότητα πολιτικής επιβίωσης του κ. Ερντογάν και η πιθανή εκλογή του στην προεδρία αναγκάζουν τη Δύση να επιζητεί, πάλι, στενές σχέσεις μαζί του. Ξένες πηγές εμφανίζουν και τον κ. Ερντογάν να συνειδητοποιεί ότι μάλλον έφτασε στα άκρα και πρέπει να γίνει συνεργάσιμος με τις ΗΠΑ. Προς αυτή την πολιτική στροφή συνηγορεί η ανάγκη της Τουρκίας να επαναποκτήσει στηρίγματα, αφού ο άμεσος περίγυρός της (Συρία και Καύκασος) καίγονται.
Στην (πιθανώς) ηπιότερη νέα πολιτική του κ. Ερντογάν θα ενταχθούν η σταθερότητα στο Αιγαίο και η λύση του Κυπριακού; Μάλλον όχι, αφού η πολιτική παραβιάσεων έναντι της Ελλάδας δεν εγκαταλείπεται. Οσο για την Κύπρο, η περσινή πίεση του κ. Ν. Αναστασιάδη προς τον κ. Αντ. Σαμαρά να θέσει το ζήτημα της Αμμοχώστου στον πρόεδρο Ομπάμα και η προ μηνός επίσκεψη του αντιπροέδρου Μπάιντεν στη Λευκωσία είχαν το σύνηθες αποτέλεσμα: Λέγεται ότι η Ουάσινγκτον απλώς θα απευθύνει επιστολή προς τον κ. Ερντογάν με την έκκληση να συμβάλει στην άρση του αδιεξόδου!
Αλέξανδρος Τάρκας


