O Ντέιβιντ Κάμερον, ο ηγέτης των Βρετανών Συντηρητικών και πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση· πιο φερέγγυος από τον Τόνι Μπερ και πιο ικανός από τον Γκόρντον Μπράουν. Ανήκει στη γενιά αυτή των συντηρητικών πολιτικών που η καταλυτική παρουσία της Μάργκαρετ Θάτσερ στις πολιτικές εξελίξεις δεν τη μεταμόρφωσε σε «καστράτους» πολύ απλά γιατί, όταν το αστέρι της Μάγκι μεσουρανούσε, ο ίδιος σπούδαζε στο κολέγιο του Μπρεϊζνόουζ της Οξφόρδης Πολιτική, Οικονομία και Φιλοσοφία.
Οι διαφορές με άλλους συντηρητικούς πολιτικούς πρώτης γραμμής είναι εμφανείς. Ο Κάμερον δεν είναι ο τυπικός Βρετανός ευρωσκεπτικιστής, αλλά ευρωαγνωστικιστής και αντιφεντεραλιστής. Δεν είναι νεοφιλελεύθερος αλλά διαμορφωτής του ρεύματος του «Συμπονετικού Συντηρητισμού» που δίνει αυξημένη προσοχή στις κοινωνικές τάσεις και επιδιώκει να επαναοριοθετήσει την έννοια του κοινωνικού κράτους, συγχρονίζοντάς το με τις απαιτήσεις της σημερινής εποχής. Είναι ο αρχιτέκτονας του τρίτου κόμματος μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο, των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, που αποσκίρτησε από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα εξαιτίας των φεντεραλιστικών θέσεων του δεύτερου. Είναι ο πολιτικός που πέτυχε να ανανεώσει τους Συντηρητικούς έπειτα από πολλές δεκαετίες μονήρους επικράτησης του Τρίτου Δρόμου του Αντονι Γκίντενς, ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός με μια απαλή εσάνς από νεοσοσιαλδημοκρατία, είναι ο πρωθυπουργός που εμφανίστηκε πρώτη μέρα στο γραφείο του πάνω σε ένα ποδήλατο και γενικότερα αποτελεί μια προσωπικότητα που ενσαρκώνει το νέο δυναμικό πολιτικό πρόσωπο της βρετανικής πολιτικής σκηνής μαζί με τον έτερο χαρισματικό Εντ Μίλιμπαντ των Εργατικών.
Ενα παλιό ρητό λέει ότι ο μόνος τρόπος για να μην κάνεις λάθη στην πολιτική είναι να μην κάνεις τίποτε. Ο Ντέιβιντ Κάμερον έχει διαπράξει δύο σημαντικά λάθη στην έως σήμερα πορεία του. Πρώτον, αποτελούσε έως τα γεγονότα στο πάρκο Γκεζί ένθερμο υποστηρικτή της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., αλλά και θαυμαστή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μετά τα γεγονότα στο πάρκο Γκεζί ο αντιπολιτευτικός Τύπος στη Βρετανία, που αποτελείται από ιστορικές εφημερίδες υψηλού κύρους και ποιότητας -όπως για παράδειγμα ο «Guardian»- του επιτέθηκε για τις επιλογές του αυτές.
Το δεύτερο είναι η τακτική της ρήξης που επέλεξε να ακολουθήσει με το σύνολο των κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης γύρω από την εκλογή ή όχι του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ· μια ρήξη που ουδείς έχει κατανοήσει πραγματικά γιατί έγινε και που το μόνο που πέτυχε ήταν να καταστήσει τον συμπαθέστατο Λουξεμβουργιανό πολιτικό σε κεντρικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής για όσο καιρό διήρκεσαν οι υψηλοί τόνοι. Ο Κάμερον ήταν σίγουρο ότι θα ηττηθεί. Κι αυτό γιατί η εκλογή του Γιούνκερ στη θέση του προέδρου της Κομισιόν αποτελούσε για την Ανγκελα Μέρκελ προσωπικό πολιτικό στοίχημα ως φορέα υλοποίησης της πολιτικής Spitzenkandidaten, της κατάληψης δηλαδή του προεδρικού θώκου του υποψηφίου του πρώτου κόμματος του Ευρωκοινοβουλίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και, αν θέλετε την άποψή μου, το μέτρο του Spitzenkandidaten αποτελεί μια σοβαρή προσπάθεια της Ενωσης να εκδημοκρατίσει σε βάθος τις διαδικασίες στην κορυφή της πυραμίδας.
Αν ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε τη δυνατότητα να συνομιλήσει με τους γκουρού της στρατηγικής του παρελθόντος και επέλεγε τον Σουν Τσου, αυτός μάλλον θα του έλεγε: «Να επιλέγεις προσεκτικά τις μάχες σου». Ο Ντέιβιντ Κάμερον κατέγραψε μια αχρείαστη ήττα. Και τώρα; Τώρα το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού αυξάνει ακόμα περισσότερο στο βρετανικό εσωτερικό, ενώ οι προϋποθέσεις για το BRexit δυναμώνουν στο μελλοντικό δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην Ε.Ε. Εδώ όμως αρχίζουν τα προβλήματα για το σύνολο της Ευρώπης. Γιατί όποιος θεωρεί ότι η Ενωση θα μπορέσει να αντέξει μια έξοδο της Βρετανίας είναι προφανές ότι αποδίδει πολύ μεγαλύτερη ισχύ στην Ε.Ε. από αυτή που πραγματικά διαθέτει. Ο μόνος που μπορεί να χαίρεται για την όλη εξέλιξη είναι ο Εντ Μίλιμπαντ, αλλά αυτή η ανάλυση θα γίνει στο προσεχές μέλλον.
Σπύρος Ν. Λίτσας


