Ολη η προσοχή μας είναι στραμμένη στο ελληνικό ζήτημα -που στην ουσία είναι ευρω-μεσογειακό ζήτημα, το οποίο και αυτό με τη σειρά του είναι ζήτημα προσανατολισμού, αλλά και ουσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης- και στη Μέση Ανατολή, και ξεχνάμε ότι οι εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Παρατηρώντας προσεκτικά τα διαφορετικά ρεύματα ανάλυσης γύρω από τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και δυτικού κόσμου, αναδεικνύονται δύο κύριες γραμμές. Η μία μιλά για την αναγκαιότητα εξεύρεσης ενός κοινού τόπου συνεννόησης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτού του είδους η προσέγγιση αποτελεί μια νεο-κενανιανή πολιτική, από τον σημαντικό Αμερικανό ιστορικό και διπλωμάτη Τζορτζ Φροστ Κέναν. Η άλλη άποψη επικεντρώνεται σε μια ολοένα αυξανόμενη ανταγωνιστική σχέση με τη Μόσχα, που θα την οδηγήσει σε εξάντληση. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτού του είδους η πολιτική αποτελεί μια νεο-ριγκανιανή αντίληψη για τις σχέσεις με τη Ρωσία, από τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν, που «σφράγισε» την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου υπέρ της Δύσης με την πρωτοβουλία του που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «Strategic Defense Initiative» ή, αλλιώς, «Πόλεμος των Αστρων».
Πολλοί μιλούν για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, αγνοώντας προφανώς ότι η Ρωσία έχει πάψει να διαδραματίζει πλανητικό ρόλο, ενώ σίγουρα η σημερινή Ρωσία δεν θυμίζει σε καμία των περιπτώσεων την ισχυρή Σοβιετική Ενωση – ισχυρή σε επίπεδο όχι μόνο σκληρής, αλλά και ήπιας ισχύος. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η σημερινή Ρωσία δεν μπορεί να δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων στον δυτικό κόσμο. Το εμπάργκο της σε μια μεγάλη σειρά προϊόντων της Ε.Ε. έχει φέρει σε δύσκολη θέση τις τοπικές παραγωγές πολλών κρατών της Ευρώπης. Ο παράγοντας της ενέργειας είναι άλλος ένας τομέας όπου η Μόσχα μπορεί να δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων στην Ευρώπη, αν ασφαλώς θελήσει να χάσει την ευρωπαϊκή αγορά.
Τέλος, το γεγονός ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον υπερδύναμη δεν σημαίνει πως δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει ισχυρές στρατιωτικές αναταράξεις στην ανατολική Ουκρανία, όπως συνεχίζει να κάνει με τον ιδιότυπο «proxy» πόλεμο που εφαρμόζει, ή ότι δεν επιδιώκει να αναπτύξει στενές σχέσεις με την Τεχεράνη, ώστε να αποκτήσει άλλον έναν σύμμαχο στην περιοχή της κεντρικής Ασίας με αυξανόμενη επιρροή στον αραβικό κόσμο, λόγω του σιιτισμού. Αλλωστε, βασικός κανόνας στη θεωρία των διεθνών σχέσεων είναι ότι η διαρκής συστημική ρευστότητα επιτρέπει στις περιφερειακές δυνάμεις με αυξημένες δυνατότητες παραγωγής τριβών να διεκδικούν ή να αναζητούν -οι λέξεις έχουν τη σημασία τους και οι διαφορές είναι πασίδηλες στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής- ρόλο σε πλανητικό επίπεδο. Στην περίπτωση, όμως, της Ρωσίας δεν έχουμε απλώς και μόνο μια προσπάθεια ενός τέτοιου είδους. Εχουμε έναν αναθεωρητισμό εν τη γενέσει του, που στόχο έχει να αναμορφώσει σε περιφερειακό επίπεδο τη μεταψυχροπολεμική κατανομή ισχύος.
Πώς μπορεί, λοιπόν, να αντιμετωπιστεί ο ρωσικός αναθεωρητισμός; Με αναστροφή της οικονομικής κατάστασης στην Ε.Ε., ώστε να θωρακιστεί η Ενωση και να ενισχυθεί η λειτουργία του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Βαλτικής και την Πολωνία. Οσο για τους αναλυτές που ανησυχούν για την αύξηση της κινεζικής επιρροής στην περιοχή της Απω Ανατολής και στον ευρύτερο χώρο του Ειρηνικού Ωκεανού, η λύση της εξισορρόπησης υπάρχει και ονομάζεται «Ινδία».
Ενα κράτος με υψηλό επίπεδο ισχύος, που τις επόμενες δεκαετίες θα ξεπεράσει πληθυσμιακά την Κίνα, ενώ ήδη έχει περάσει μπροστά σε επίπεδο τεχνολογικής πρωτοπορίας. Η Δύση, λοιπόν, οφείλει να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της Ρωσίας με έξυπνες πολιτικές και να παράξει συνθήκες εξισορρόπησης της Κίνας μέσω της σύσφιξης των σχέσεών της με την Ινδία. Ο 21ος αιώνας προβλέπεται εξαιρετικά συναρπαστικός σε επίπεδο τεχνολογικών ανακαλύψεων και, ταυτόχρονα, αδυσώπητα ανταγωνιστικός σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής, κι αυτό είναι ήδη ένα δεδομένο που γίνεται ορατό με γυμνό μάτι.
Σπύρος Λίτσας