Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ εξέπληξε τις ξένες πρεσβείες στην Αθήνα μόνον ως προς το τελικό εύρος του 7,5%, καθώς όλοι προδίκαζαν την επικράτηση του Αλέξη Τσίπρα ως του μοναδικού πολιτικού αρχηγού που μπορεί να επιβληθεί στην ελληνική κοινή γνώμη και να την καθοδηγήσει.
Μετά την αποτροπή του Grexit στη σύνοδο της 12ης Ιουλίου και την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, το κύριο ερώτημα αφορούσε τη δυνατότητα ελέγχου του ΣΥΡΙΖΑ από τον κ. Τσίπρα. Από τη στιγμή που επέλεξε, αντί της εσωκομματικής αντιπαράθεσης, την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, η ψύχραιμη ματιά των υπ. Εξωτερικών εταίρων και συμμάχων έδειχνε σχετικά εύκολη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Ν.Δ., με μοναδικό ερώτημα τα ακριβή ποσοστά.
Ωστόσο, οι προεκλογικές εκτιμήσεις και τα μετεκλογικά συγχαρητήρια προς τον κ. Τσίπρα δεν σημαίνουν ούτε συμφωνία με την ιδεολογία του ούτε απόλυτη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο και τα λεγόμενά του. Κάθε άλλο. Στην έδρα της Κομισιόν, στις ισχυρότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στην Ουάσινγκτον επικρατεί πραγματισμός που αποδέχεται την πρωτοκαθεδρία, αν όχι μονοκρατορία, του κ. Τσίπρα στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά ταυτόχρονα εκφράζονται σοβαρές αμφιβολίες για την προσήλωσή του στο πρόγραμμα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων. Προδικάζονται επικείμενες χρονοβόρες συζητήσεις, ενώ προβλέπεται ότι η Αθήνα θα ζητήσει μεταβολή κάποιων πτυχών των συμφωνιών του καλοκαιριού. Το ανεπίσημο ερώτημα είναι αν θα πρόκειται για επιμέρους βελτιώσεις – προσαρμογές ή για αιτούμενες μεγάλες αλλαγές.
Η απάντηση των σκληρότερων, εκ των ξένων συνομιλητών της ελληνικής κυβέρνησης, εστιάζεται στην ανάγκη τήρησης των συμφωνηθέντων, διαθέτοντας αυτή τη φορά (πολύ περισσότερο συγκριτικά με το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο) τη διαπραγματευτική ασφάλεια των ασφυκτικών όρων για την εκταμίευση των δόσεων και το δεδομένο των άδειων κρατικών ταμείων της Ελλάδας. Μια νέα εκτροπή θα αναζωπύρωνε τις συζητήσεις για Grexit που σήμερα είναι σε ύφεση, χωρίς να έχουν εκλείψει. Αλλωστε, πέραν του σχεδίου Σόιμπλε περί «προσωρινής εξόδου», υφίσταται και ο οδικός χάρτης Γιούνκερ με όλες τις νομικές λεπτομέρειες εξοστρακισμού της χώρας μας.
Το παράλληλο νέο στοιχείο στις συζητήσεις της Ελλάδας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ είναι οι εκρηκτικές διαστάσεις του Μεταναστευτικού που συζητείται, σήμερα, στην έκτακτη σύνοδο των Βρυξελλών. Η εσπευσμένη σύγκλησή της αποτελεί επιτυχία της Αθήνας (κυρίως του Προέδρου της Δημοκρατίας που τη ζητούσε επίμονα επί δίμηνο), αλλά πρόκειται για την αρχή μιας μακράς διαδικασίας δύο όψεων.
Η μία όψη αποδεικνύει τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας και το συμφέρον της Δύσης (και όχι μόνον) υπέρ της σταθερότητας της χώρας μας στην ευρεία φλεγόμενη περιοχή από τη Μέση Ανατολή έως την Ουκρανία. Ενδεχόμενη κατάρρευση των ελληνικών κρατικών δομών, όπως παραλίγο να γίνει τις ημέρες του δημοψηφίσματος, θα σήμαινε και ανεξέλεγκτη εισβολή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και παράνομων μεταναστών στην κεντρική Ευρώπη. Πρόκειται για απειλή που ήδη αντικρίζει πλέον και ο τελευταίος Ευρωπαίος πολίτης, καθημερινά, στην τηλεοπτική οθόνη του.
Η άλλη όψη δείχνει ότι ούτε και σε αυτό το ζήτημα πρόκειται να μας χαριστεί τίποτα. Ηδη ακούγονται επιχειρήματα για την «αποκλειστική» ευθύνη της Ελλάδας να προστατεύσει τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, με αποτέλεσμα η νέα κυβέρνηση Τσίπρα να πρέπει να χειριστεί και δεύτερο -κρισιμότατο- ζήτημα με την Ε.Ε. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι μια ομάδα κρατών απέρριψε τις προτάσεις ακόμα και της πανίσχυρης Γερμανίας για την υποδοχή αριθμού προσφύγων από όλα τα μέλη της Ε.Ε., τότε γίνεται σαφές πόσο μακρές και επίπονες θα είναι οι διαπραγματεύσεις.
Ως τώρα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απλώς ανησυχούσαν για το οικονομικό και πολιτικό κόστος των ευρώ που δάνειζαν προς την Ελλάδα. Σήμερα, με το Μεταναστευτικό, πραγματικά πανικοβάλλονται εν όψει των αντιδράσεων των πολιτών τους, οπότε το άγχος τους θα μεταφραστεί σε περισσότερες πιέσεις προς την Αθήνα.
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.