
Τις πλούσιες λατρευτικές τελετουργίες που φανερώνουν την εκτίμηση και τον σεβασμό των αρχαίων Ελλήνων στο φυσικό περιβάλλον περιγράφει ο περιηγητής Παυσανίας, όταν τον 2ο αι. επισκέπτεται την Αρκαδία
Από τον
Νίκο Παπουτσόπουλο
Ιδιαίτερη σημασία έχει το φυσικό περιβάλλον για την επιβίωση και την ανάπτυξη του ανθρώπου, αφού επιδρά άμεσα στη σωματική και την ψυχική του διάπλαση, και συντελεί στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Ωστόσο, πολλές από τις δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου συχνά ενοχλούν την ισορροπία της φύσης και καταδεικνύουν την έλλειψη σεβασμού προς το περιβάλλον, με την αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, τον υπερπληθυσμό, την υπερκατανάλωση και την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων τοξικών απορριμμάτων. Η επιλογή δασικών εκτάσεων για την επέκταση των κατοικήσιμων ζωνών, η μόλυνση των ποταμών και του υπεδάφους με βιομηχανικά απόβλητα, η κατάχρηση των φυτοφαρμάκων απειλούν άμεσα τα οικοσυστήματα, συντελούν στη δραστική μείωση της βιοποικιλότητας και, ασφαλώς, στην αισθητική αλλοίωση του τοπίου, αυτού που περιηγητές της Ελλάδος των παρελθόντων αιώνων είχαν θαυμάσει για την ακαταμάχητη έλξη και το μοναδικό κάλλος.
Θύμα της ασεβούς συμπεριφοράς προς τη φύση και το περιβάλλον είναι ο άνθρωπος, που εισπράττει τακτικά τα επίχειρα της κακής διαχείρισης και των παράλογων ενεργειών του. Για τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές, τις φονικές πυρκαγιές ή τις πλημμύρες, τις κατολισθήσεις και την επιβάρυνση των θαλάσσιων υδάτων με πετρελαιοειδή αβίαστα οι πολίτες μεταθέτουν τις ευθύνες και αποδίδουν τις καταστροφές μόνον σε παραλείψεις και ολιγωρίες της Πολιτείας, όταν οι απώλειες είναι σημαντικές και κορυφώνονται στην ένταση και στο πάθος των εικόνων αποκάλυψης και εκφράσεων πρωτόγονου τρόμου και πανικού που ακολουθούν.
Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων ήταν πλήρης από εκδηλώσεις σεβασμού, τιμής και λατρείας, με επικλήσεις και ύμνους και συμβολικές τελετές προς τη μητέρα φύση, στην οποία, επειδή ακριβώς τη θεωρούσαν ρυθμιστή των εποχών και τροφό της ζωής, είχαν αφιερώσει περιοδικές εορτές και παννυχίδες και πανηγύρεις, οι οποίες, άλλωστε, αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο, που τροφοδοτεί συνεχώς την τέχνη.
Τις πλούσιες λατρευτικές τελετουργίες που φανερώνουν την εκτίμηση και τον σεβασμό των αρχαίων Ελλήνων στο φυσικό περιβάλλον περιγράφει αναλυτικά ο περιηγητής Παυσανίας, όταν στον 2ο αιώνα επισκέπτεται την Αρκαδία. Συναντά στη Λυκόσουρα τη «Δέσποινα», την Κόρη της Δήμητρας, το πραγματικό όνομα της οποίας, από σεβασμό, αποφεύγει να ανακοινώσει στους αμύητους («το όνομα έδεισα ες τους ατελέστους γράφειν»). Το λατρευτικό σύνταγμα της αρκαδικής Λυκόσουρας είχε φιλοτεχνήσει ο Μεσσήνιος γλύπτης Δαμοφών, και, όπως αναφέρει ο περιηγητής, στις πτυχώσεις των εσθήτων και στα ανάγλυφα τμήματα του θρόνου είχαν αποφύγει ενώσεις με σίδερο ή κόλλα: είχαν σμιλεύσει τα αγάλματα από έναν ενιαίο λίθο, τον οποίο, σύμφωνα με αρχαία διήγηση, είχαν ανακαλύψει στον περίβολο του ναού, σε συγκεκριμένο σημείο που, με θαυμαστό τρόπο, όνειρο είχε υποδείξει. Στο ιερό της Δεσποίνης και Δήμητρας, της ιερής και πανίσχυρης δυάδας, που από φόβο ή σεβασμό παρέμενε συχνά ανώνυμη, που επιστρέφει στη γη και αναπτερώνει την ελπίδα και την προσμονή της γονιμότητας και της ευκαρπίας, οι Αρκάδες προσέφεραν, ακόμη στην εποχή του Παυσανία, καρπούς δένδρων. Τη Μητέρα και Κόρη του Δαμοφώντος περιστοίχιζαν η Αρτεμις, που, σύμφωνα με τον αιγυπτιακό μύθο, τον οποίο διέσωσε ο Αισχύλος του Ευφορίωνος, ήταν κόρη της Δήμητρας, και ο Τιτάνας Ανυτος. Στο «Μέγαρο», όπως αποκαλούσαν οι Αρκάδες το κτίριο πλησίον του ναού, τελούσαν το μυστήριο και θυσίαζαν στη Δέσποινα άφθονα και πλούσια σφάγια.
Το πέρασμα της Περσεφόνης από την παρθενική στη γυναικεία φύση υποχρεώνει τη Μητέρα να εγκαταλείψει τη φύση της και να περάσει σε άλλη διάσταση μέσα από τη συμφωνία της με τις μεταφυσικές πηγές της ζωής και της ύπαρξης (ιερή – θρησκευτική δύναμη της γυναίκας): να είναι «τροφός». Με το όνομα «Δηώ» προτείνει τον εαυτό της Τροφό του νεογέννητου της ηλικιωμένης βασίλισσας της Ελευσίνος: γνωρίζει τον γάμο ως θάνατο.
Ο Παυσανίας επισκέπτεται το Σπήλαιο της Φιγαλίας, που συνδέεται με την περίοδο της Δήμητρας που εναγωνίως αναζητά την Κόρη (στον εαυτό της/στο σώμα της). Η προστάτις της φύσης και της ευφορίας, γεμάτη οργή από την άδικη αρπαγή της Κόρης, φορεί μέλαινα (μαύρη) εσθήτα και καταφεύγει στο σπήλαιο όπου παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώσπου χάθηκαν οι καρποί της γης και το ανθρώπινο γένος κινδύνευε από λιμό. Η «Μαύρη Δήμητρα» είναι η μυθική απόδοση της γυμνής και τρομερής γης του χειμώνα, εικόνας ακατάληπτης για τον πρωτόγονο, αφού η μητέρα φύση είναι η μόνη που εξασφαλίζει όσα τον ανακουφίζουν και διασφαλίζει τη βεβαιότητα της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Η «Μαύρη Δήμητρα» ή ο τρόμος του πρωτόγονου, η πείνα και η δυστυχία του σύγχρονου πρόσφυγα κόσμου, του τεχνολογικού μετανάστη, του απόδημου, παραμένει η διαρκής απειλή, καθώς ένα νέφος τοξικό που μεταλλάσσεται συνεχώς και προσλαμβάνει τερατώδεις διαστάσεις, μολύνει και τις έσχατες εκτάσεις παρθένας φύσης, που αποτελούν τον εφεδρικό αποταμιευτήρα της τροφής και του βίου του ανθρώπου.
Το αρχαιότερο ξόανο της Δήμητρας της Φιγαλίας παρίστανε τη θεά με μορφή ίππου, ενώ όλο το σώμα ήταν γυναικείο. Μακρύς μαύρος χιτώνας («Μελαίνη Δήμητρα») κάλυπτε το σώμα της μέχρι τα πόδια, και κρατούσε ένα δελφίνι με το ένα χέρι και ένα περιστέρι με το άλλο. Ο τεχνίτης του ξόανου ήταν άγνωστος, όπως άγνωστη και η αιτία της καταστροφής του. Οι Φιγαλείς αμέλησαν τη λατρεία της θεάς και, όταν η γη έγινε ξανά άγονη και έσπευσαν να ρωτήσουν το Μαντείον, η Πυθία απήντησε: «Βαλανιδοφάγοι, της Φιγαλίας κάτοικοι, στο απόκρυφο σπήλαιο της ιππογεννήτρας Δηούς ήλθατε να θεραπεύσετε την οδυνηρή πείνα, μόνοι σεις που δυο φορές νομάδες και πάλι νομάδες είστε και τρέφεστε με άγριους καρπούς. Η Δηώ σάς στέρησε την τροφή επειδή αγνοήσατε τις προγονικές τιμές: Θα αλληλοφαγωθείτε, ακόμη και τα παιδιά σας θα τρώτε, αν δεν κατευνάσετε την οργή της με θεϊκές τιμές». Οι Φιγαλείς άρχισαν να τιμούν τη Δήμητρα και κάλεσαν τον Αιγινήτη Ονάτα, γιο του Μίκωνος, να φιλοτεχνήσει το άγαλμα της θεάς. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ονάτας ανακάλυψε μία εικόνα ή αναπαράσταση του αρχαίου ξοάνου, αλλά πιθανώς κάποιο όραμα τον ενέπνευσε και κατασκεύασε στους Φιγαλείς το χάλκινο άγαλμα.
Ο Παυσανίας ακολούθησε ακριβώς το αρχαίο τυπικό των προσφορών στη μητέρα φύση και τροφό της ζωής, και πρόσφερε τις απαρχές: καρποί των ήμερων δένδρων και σταφύλια και κηρήθρες, ακατέργαστο μαλλί, με το λίπος ακόμη επάνω. Τα απέθεσε στον βωμό προ του σπηλαίου και τα ράντισε με λάδι.
Ενα πλούσιο δάσος από βαλανιδιές, χρώματα, ήχους και αρώματατα της αρκαδικής φύσης στεφάνους έπλεκαν στο σπήλαιο της ζωής.


