Το 1962 προβλήθηκε η Ελληνική ταινία με τίτλο «Ο Θόδωρος και το δίκαννο», της Φίνος Φιλμ, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλος και σενάριο της αξεπέραστης δυάδας Νίκου Τσιφόρου – Πολύβιου Βασιλειάδη.
- Από τον Χρήστο Μπολώση
Το θέμα της ταινίας ήταν η χαλάρωση των ηθών της τότε εποχής, (ε ρε και να ζούσαν τώρα) και ο αγώνας που έκανε ο Θόδωρος (Μίμης Φωτόπουλος) να προστατεύσει την κόρη του Χριστίνα (Σμαρούλα Γιούλη), από το… κατρακύλισμα. Όμως το «κακό» δεν αργεί να συμβεί, όχι στην Χριστίνα, αλλά στην ζωηρή φίλη της Ρούλα (Αντιγόνη Κουκούλη). Έτσι ο πατέρας της Ρούλας Παντελής (Χρήστος Τσαγανέας), απελπισμένος στέλνει την κόρη του τον Θόδωρο να τη συμβουλεύσει, βεβαίως κατόπιν εορτής… Η Ρούλα συνεσταλμένη αρχίζει την αφήγηση.
– Βγήκαμε ένα βράδυ περίπατο με το τρανζίστορ παρέα, στο μουνλάϊν. Πήγαμε σ΄ ένα κλαμπ και ακούγαμε σαντιμέντελ. Ξέρετε τώρα πώς είναι στα κλαμπ.
– Αλλοίμονο που είμαι εγώ κάθε βράδυ, απαντά ο Θόδωρος.
– ‘’Δεν πάμε ντάρλινγκ στα πεύκα να χορέψουμε μόνοι μας;’’, μου λέει ο Μιχάλης (Κώστας Βουτσάς).
– Και πήγατε;
– Ναι, στα πεύκα.
– Γιατί στα πεύκα Ρούλα; Κάμπια ήσουνα;
– Τώρα μετανοώ.
– Τώρα βράστα. Λοιπόν;
– Να κατά τον ρουν των γεγονότων, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε, μ’ εσφιξε απάνω του και άρχισε να μου μιλάει στ’ αυτί.
– Γιατί, ήταν κι’ άλλοι μπροστά;
– Όχι.
– Τότε γιατί σου μίλαγε στ’ αυτί μη σας ακούσουν τα κουκουνάρια;
Η Ρούλα μπήγει τα κλάματα και συνεχίζει
– Και κατά τον ρουν των γεγονότων
– Ρούλα!
– Μάλιστα, και μετά που φύγαμε, ξέχασα στα πεύκα και το τρανζίστορ, κακό χρόνο νάχει.
– Πάει και το τρανζίστορ Ρούλα;
– Πάει!
– Και ο ρους των γεγονότων πάει κι΄ αυτός;
– Πάει.
– Και τι σ’ έστειλε να σου πω ο πατέρας σου παιδάκι μου; Πού τα ξέρω εγώ τα μουνλάϊν, τα πεύκα και τα σαντιμένταλ; Εγώ είμαι ακόμη στη πρώτη μικρή. Αλλά αφού θα σε πάρει, κομμάτια να γίνει.
Η Ρούλα όμως πληροφορεί τον Θόδωρο ότι ο Μιχάλης δεν θα την πάρει, διότι ήδη έφυγε στο εξωτερικό. Οπότε ο Θόδωρος αναρωτιέται:
– Α ρε φουκαρά Παντελή και την έστειλες να την ενημερώσω. Τι να ενημερώσω, το ρεζίλι του δάσους;
– Ελάτε κύριε Θόδωρε, τι φταίω εγώ;
– Φταις Ρούλα. Που σας έδωσε ο Θεός ένα μυαλό κι’ όταν βρείτε Μιχάληδες και σαντιμένταλ το ξεχνάτε στο σπίτι. Με ραδιόφωνο έπαιζες παιδάκι μου, δεν ξέρεις ότι έχει κεραία;
Κλείνει η μακρά ταύτη εισαγωγή
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Ένα πρωινό, αφού έστειλα στον κ. Χαρδαλιά μήνυμα με το «2» (Μετάβαση σε εν λειτουργία κατάστημα προμηθειών αγαθών πρώτης ανάγκης, όπου δεν είναι δυνατή η αποστολή τους…), φόρεσα τριπλή μάσκα (γυρεύεις καμιά φορά;), πήρα την λίστα με τα ψώνια και ξεκίνησα για το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Στο δρόμο με σταματάει μία κυρία, ετών 95+
– Συγγνώμη παιδάκι μου, εσύ δεν είσαι ο δημοσιογράφος;
Απόρησα για το πώς είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος να κάνει δύο λάθη σε μια πρόταση μόλις 7 λέξεων, διότι ούτε παιδάκι είμαι, αλλά ούτε και δημοσιογράφος. Αμέσως όμως σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να χαλάσω το χατίρι της γηραιάς κυρίας και της είπα.
– Μάλιστα κυρία μου είμαι ο δημοσιογράφος.
– Α ωραία! Θα ήθελα να σου εξομολογηθώ κάτι.
Καλή είναι τούτη, σκέφτηκα. Πρώτα με χρίζει δημοσιογράφο και μετά ιερέα. Άραγε τι είδους εξομολόγηση ήθελεκαι μάλιστα μέσα στη μέση του δρόμου;
– Τι ακριβώς θέλετε κυρία μου;
– Να καταγγείλω μια σεξουαλική παρενόχληση.
– Παρενόχλησε κάποιος την εγγονή σας; Ρώτησα με ενδιαφέρον.
– Όχι. Παρενόχλησε κάποιος εμένα!
– Με συγχωρείται πότε ακριβώς παρενοχληθήκατε;
– Μα, θάταν γύρω στο 1941!!!
Επειδή η ακοή δεν είναι το δυνατό μου σημείο, ξαναρώτησα.
– Πότε είπατε;
– Μα το 1941. Μπορεί και το 1940. Ήταν τότε που ένας Ιταλός αξιωματικός, με απομόνωσε στο κτίριο της Ιταλικής Διοικήσεως.
Σκέφτηκα ότι, αν μη τι άλλο, τούτη δω η κυριούλα θα με διασκέδαζε πρωινιάτικα. Οπότε, είπα να το τραβήξω.
– Και πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα κυρία μου;
– Είχα πάει που λέτε στο Διοικητήριο των Ιταλών να ζητήσω μια εξυπηρέτηση για την λειτουργία ενός μικρού εμπορικού που είχαμε τότε. Ήτανε Άνοιξη, αλλά είχαν αρχίσει οι ζέστες και φορούσα ένα ανάλαφρο κοντούτσικο φουστανάκι με φιογκάκια. Με δέχθηκε λοιπόν ο κ. Διοικητής και ευγενέστατα με ρώτησε
– Τι επιθυμείτε δεσποινίς
– Να κύριε διοικητά μου εγώ ξέρετε έχω εδώ κοντά ένα εμπορικάκι και θέλω, αν είναι δυνατόν δηλαδή, να.. και του είπα το αίτημά μου.
– Βεβαίως δεσποινίς μου να το δούμε το θέμα σας και γιατί όχι να το τακτοποιήσουμε. Θέλετε τώρα να πιούμε ένα ποτηράκι chianti να το γιορτάσουμε; Ε, κι’εγώ ως κοπελίτσα δηλαδή, ήπια. Και κατά τον ρουν των γεγονότων…
– Φτάνει κυρία μου, κατάλαβα. Σας έφαγε και σας ο ρους των γεγονότων.
– Πώς είπατε;
– Τίποτα. Άστο να πάει στο διάολο τώρα.
– Θα γράψετε κάτι σας παρακαλώ;
Και δε γράφω;….
Αυτά φίλοι μου και Χριστός Ανέστη. Άντε να δούμε πότε θα αναστηθεί και η Ελλάδα μας.