Το καλοκαίρι εκείνο… Νο 2

Είπαμε στο προηγούμενο ότι ο Τζίτζης δεινός αναλυτής του καφενείου «Η συνάντησις των φίλων», επέστρεψε από τις καλοκαιρινές διακοπές του και έκανε την εμφάνισή του με μία σφαιρική, που λένε, ανασκόπηση των γεγονότων του καλοκαιριού που πέρασε.

  • Από τον Χρήστο Μπολώση

Μαζεύτηκαν το λοιπόν οι τακτικοί θαμώνες του καφενέ και αρωτάει ο Τζίτζης.

-Τι είχαμε πει προχθές ρε;

Μα ερώτηση έκανε, μα ξύστηκε ένα και το αυτό. Ο ένας κοίταξε δεξιά, ο άλλος αριστερά, ο τρίτος μια μύγα που κάθισε στο τραπέζι και μετά έφυγε, ο τέταρτος τα παπούτσια του, ο πέμπτος πήγε προ νερού του και γενικώς όλοι κάνανε τον Γερμανό.

Ο Τζίτζης κατάλαβε. Ουδείς θυμόταν ουδέν.

–       Είστε άχρηστοι ρε. Εγώ να κοπανιέμαι να σας μάθω πέντε πράγματα κι’ εσείς να αδιαφορείτε;

–       Δάσκαλε μας προσβάλεις, είπε ή μάλλον ψέλλισε, ο Βάγγος της χήρας. Όλα τα θυμόμαστε, αλλά δεν είμαστε επιδειξίες. Τουτέστιν, δεν θέλουμε να επιδεικνύουμε τις γνώσεις μας.

Ο Τζίτζης, πήγε να γελάσει, μετά να βρίσει αλλά δεν έκανε τίποτα απ’ τα δύο. Πήρε το σοβαρό του, παράγγειλε τα σχετικά κα άρχισε.

–  Είπαμε ρε σεις προχθές ότι το καλοκαίρι που μας πέρασε, είχαμε τους ΛΟΑΤΚΙ που έχουν το δικαίωμα να διαθέτουν το σώμα τους όπως θέλουν, αλλά όχι αυτοί που δεν γουστάρουν το εμβόλιο, είχαμε πει για το Euro και για τους Ολυμπιακούς του Τόκιο. Ξέρετε τι είναι ρε οι ΛΟΑΤΚΙ;

–  Καλέ πώς δεν ξέρουμε, είπε ο Ντιντής ο χαριτωμένος. Είναι ο Φίφης που έκανε ο Παράβας στο σινεμά.

Ο Τζίτζης  τούριξε μια λοξή ματιά, είπε κάτι σαν «πίσω μου σ’ έχω σατανά» και συνέχισε.

–  Τέλος πάντων. Και που λέτε μάγκες μου – πλην Ντιντή του χαριτωμένου, ο οποίος και αποκλείεται να είναι μάγκας -, όλοι σχεδόν είμαστε ευχαριστημένοι από τη ζωή μας, αφού πια δεν κινδυνεύαμε από τον κοροναϊό και μας άφησαν αμολητούς να φχαριστηθούμε καλοκαίρι. Βέβαια κάθε τόσο έβγαινε κι’ εάν ξινός ή μία ξινή στην τηλεόραση και μας μάζευε τα λουριά («έρχεται η μετάλλαξη ΩΧΨ», «έρχεται νέο κύμα», «Θα υποφέρουμε τον Χειμώνα» και άλλα όμορφα), αλλά, όσο νάναι, περνάγαμε ωραία. Κάπου εκεί λοιπόν, με το που σκάει ο Αύγουστος, μας πήρε και μας σήκωσε. Πλακώνουν μάγκες μου κάτι φωτιές στα Γεράνεια, στην Αττική στη βόρεια  Εύβοια, στη Κερατέα και στα Βίλια, που μας έφυγε η μαγκιά. Περίπου 15 μέρες καιγόταν το σύμπαν. Όλος ο κόσμος φώναζε «Πού είναι το κράτος», ενώ μερικοί ξέφυγαν και στόλισαν τον πρωθυπουργό κάπως ανάρμοστα. Μόλις καταλάγιασε το πράγμα και αφού είχαν γίνει στάχτη και μπούλμπερη περί τα 1,5 εκατομμύρια στρέμματα,  βγαίνει που λέτε ο Ησαΐας, (ο πρωθυπουργός ντε…) και δηλώνει «Κάναμε λάθη. Μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Του χρόνου θα είμαστε καλύτεροι». Με απλά λόγια, θα καούν ακόμα 5-6 εκατομμύρια στρέμματα, θα πλημυρίσουν 5-6 πόλεις και θα γίνουν  η λίμνη Λε Μαν, θα εξαφανιστούν από προσώπου γης 1- 2 πόλεις από σεισμό και τότε θα είμαστε ξεφτέρια. Λίγο ντουβάρια τους βλέπω.

–  Σοβαρά κύριε Τζίτζη είπε τοιούτες κουβέντες; Αρώτησε ο Παντέλος που είχε βγάλει και δύο τάξεις στο Δημοτικό.

–  Βεβαίως. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ζήτησε και συγγνώμη αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που του αναλογούσαν.

–  Και τι θα πει αυτό κ. Τζίτζη;

–  Ρε σεις θυμόσαστε στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» τον καθηγητή κ. Γκίκα (Ορέστη Μακρή) που του έκαψε το κοστούμι η μαθήτρια Λαζάρου (Κατερίνα Γώγου); Την Λαζάρου λοιπόν ο Γυμνασιάρχης (Χρήστος Τσαγανέας) τιμώρησε  να γράψει 100 στίχου από την Ιλιάδα, οπότε ο κ. Γκικας οργισμένος απαντά: «Τι να τους κάνω τους 100 στίχους κ. Γυμνασιάρχα; Να μου φέρει 4 πήχεις και 3 όγδοα να ράψω καινούργιο κοστούμι μάλιστα..»

–  Τι θέλετε να πείτε μίστερ; Πετάχτηκε ο ξανθομπούμπουρας ο Βαγγέλας.

–   Τι να θέλω να πω ρε μάγκες, (το «μάγκες» εν περιλαβαίνει τον Ντιντή τον χαριτωμένο). Το ίδιο είπαν και οι πυρόπληκτοι. «Τι να την κάνω την συγγνώμη σου ρε κύριε; Να μου δώσεις τρεις μπετονιέρες τσιμέντο και δέκα φορτώματα τούβλα (κυκλοφορούν άφθονα…) να ξαναχτίσω το σπίτι μάλιστα. Αλλά τη συγγνώμη σου να την βράσω…»

Φωνές επιδοκιμασίας ακούστηκαν από το ακροατήριο με τον Τζίτζη να συνεχίζει

–  Πάντως από όλο αυτό τα κακό, βγήκε κι’ ένα καλό. Δόθηκε η ευκαιρία στον συμπολίτη μας να βγάλει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας άλλον ένα Πασόκο, τον κ.  Μπένο και να του αναθέσει την ανασυγκρότηση της Β. Εύβοιας λες και δεν υπήρχαν μήτε Περιφερειάρχης, μήτε Δήμαρχοι, μήτε τίποτα. Ίνα πληρωθεί το ρηθέν «ουδείς χάνεται» και για όλους έχει ο μπεζαχτάς, ιδίως αν είναι ο δημόσιο. Α να μη το ξεχάσω. Έκανε και τον Ευβοιώτη Κεδίκογλου υπουργό για να καλοπιάσει τους πυρόπληκτους, αλλά αυτοί πάλι γκρίνιαξαν: «Τι να τον κάνω τον Κεδίκογλου ρε; Να μου δώσεις πέντε αυτοκίνητα άμμο,  ένα τόνο ασβέστη και δυό φορτηγά πέτρες για τον βόθρο, μάλιστα»

–  Τς, τς, τς, έκαναν με αηδία οι συμπολίτες και μερικοί έφτυσαν κείθε πέρα, προσθέτοντας «Φτου σας άχρηστοι».

Ο Τζίτζης καμάκωσε λίγο σαλαμάκι, έβρεξε τα χείλη του που είχαν στεγνώσει με μια γουλιά ούζο και συνέχισε.

–  Α, είχαμε και δύο ανασχηματισμούς το καλοκαίρι. Έναν της πλάκας που άλλαξε ο συμπολίτης μας κάτι λιανοτάρια και έναν μεγαλύτερο. Εκεί έγινε το έλα να δεις. Όλους αυτούς τους υπουργούς που ο Ησαΐας τους υμνούσε ότι έσκισαν και στη πανδημία και στις πυρκαγιές και στον τουρισμό ή τους έστειλε σπίτια τους για διακοπές (Χρυσοχοίδη, Θεοχάρη, Κοντοζαμάνη), σημάδι ότι είναι άχρηστοι ή τους άλλαξε υπουργείο, σημάδι ότι τα μούσκεψαν στο προηγούμενο. Μύλος μάγκες, πλην του Ντιντή του χαριτωμένου.

Έκανε στοπ ο  Τζίτζης, καθόσον ήθελε να βάλει κάτι στο στόμα του. Έβαλε το λοιπόν λίγη φέτα, ένα κομματάκι αγγούρι, λίγο σουτζούκι και είχε φίνα σουτζούκια ο ιδιοκτήτης του καφενέ  «Η συνάντησις των φίλων» κύριος Νικόλαος Μερακλής, του επιλεγομένου και «Μπίχλα», καθόσον η καθαριότητα δεν είναι και το δυνατό σημείο του. Ήπιε και μια γουλιά ούζο χύμα Μυτιλήνης ο Τζίτζης και συνέχισε:

–  Και σιγά σιγα μόρτες μου πρέπει να τελειώνουμε. Θα τελειώσουμε όμως θλιβερά, διότι τούτο ο καλοκαίρι είχαμε και πολλούς θανάτους μωρ’ αδερφέ μου. Ο Άκης ο Τσοχατζόπουλος, που  με την καταδίκη του ξεπλυθήκαν όλα τα υπόλοιπα λαμόγια. Ο Ανέστης Βλάχος, ο γλυκύτερος κακός του Ελληνικού σινεμά και πάνω απ’ όλα φανατικός ΑΕΚάρας. Ο θεϊκός Τόλης Βοσκόπουλος. Η γλυκιά Γκέλυ Μαυροπούλου, που είχαμε θαυμάσει οι παλιότεροι στον «Άγνωστο Πόλεμο» και σε πολλές Ελληνικές ταινίες, αλλά και η Φιλιώ Πυργάκη, μία από τι τελευταίες αυθεντικές ερμηνεύτριες του δημοτικού μας τραγουδιού. Τέλος, το χορό έκλεισε ο μεγάλος μας Μίκης Θεοδωράκης. Τιτανοτεράτιος συνθέτης, αλλά μέχρι εκεί και ο νοών νοείτω. Ας πιούμε ρε μάγκες πλην του Ντιντή του χαριτωμένου, ο οποίος δεν μπορεί και να είναι και μάγκας αφόσον και τι να λέμε τώρα. Ας πιούμε σαν να κάνουμε σπονδή τη μνήμη τους.

–  Τι να κάνουμε; Ρώτησε ο Μίμης ο βλογιοκομένος.

–  Άσε ρε, είπε ο Τζίτζη εσένα θα σου εξήγησα χθες…

Σηκώθηκε ο Τζίτζης, ήπιε την τελευταία γουλιά του ούζου του, φόρεσε το σακάκι του καθόσον άρχισαν και  δροσιές και σέρνεται και κοροναοϊός και προχώρησε σιγά σιγά και μεγαλοπρεπώς προς τη πόρτα.

Από μακριά ακουγόταν ο Δάκης:

Τα λόγια, της αγάπης μας τραγούδι
που ατέλειωτο το είχαμε αφήσει
γιατί έφυγε το καλοκαίρι εκείνο
και τέλειωσε η αγάπη πριν αρχίσει

Το καλοκαίρι εκείνο, δε θα γυρίσει πίσω
Τις όμορφες στιγμές μας, δε θα τις ξαναζήσω
Για μια στιγμή μονάχα και τη ζωή μου δίνω
Να ξαναρχόταν πάλι το καλοκαίρι εκείνο…

{{-PCOUNT-}}32{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα