Οι εξελίξεις είναι διαφορετικές από την εικόνα πακτωλού χρημάτων προς την Ελλάδα που είχε παρουσιάσει ο Μητσοτάκης
Η υποβολή (έως τις 30 Νοεμβρίου 2025) των εθνικών σχεδίων των κρατών-μελών της Ε.Ε. για την εξασφάλιση δανείων ενίσχυσης αμυντικών προγραμμάτων μέσω του μηχανισμού SAFE άνοιξε -θεωρητικά- τον δρόμο προς τη στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας και πολλών μικρομεσαίων εταιριών.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Ωστόσο, ο σχεδιασμός των υπηρεσιακών παραγόντων της Κομισιόν προβλέπει ότι η καταβολή της λεγόμενης πρώτης, μικρής «προχρηματοδότησης» δεν πρόκειται να γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, πριν από τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 2026. O -κάπως αόριστος- προγραμματισμός θα τηρηθεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι προηγουμένως, ως τα τέλη Μαρτίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα έχει καταρτίσει τις απαιτούμενες εκτελεστικές αποφάσεις που θα επιτρέψουν την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων και των συνοδευτικών «διευθετήσεων υλοποίησης».
Είναι σημαντικό (και ίσως αποδειχθεί επιπλέον χρονοβόρο) ότι η Κομισιόν δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τον τρόπο και τα κριτήρια σύνταξης των εκτελεστικών αποφάσεων. Επικαλείται -ειλικρινά ή προσχηματικά- την ανάγκη πρόσθετου χρόνου και επίδειξης μέγιστης προσοχής, επειδή ορισμένα εθνικά προγράμματα περιέχουν και απόρρητα στοιχεία. Μόνον αφού θα έχουν ολοκληρωθεί αυτά τα στάδια και αν όλα βαίνουν καλώς στην αξιολόγηση της εξέλιξης των ελληνικών προγραμμάτων, θα εγκρίνονται οι ανά εξάμηνο πληρωμές προς την Αθήνα.
Η εσωτερική διαδικασία της Ε.Ε., λόγω του άγχους θωράκισης έναντι της Ρωσίας, κρίνεται σχετικά γρήγορη, αν ληφθούν υπόψη οι συνήθεις κοινοτικοί ρυθμοί. Σίγουρα, πάντως, αποδεικνύεται πολύ πιο αργή και αμφίβολη συγκριτικά με την εικόνα που παρουσίασε η κυβέρνηση προς τους φορείς και τις επιχειρήσεις του ελληνικού αμυντικού κλάδου κατά την ειδική σύσκεψη, η οποία συγκλήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου στις 24 Απριλίου 2025. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο γ.γ. Εθνικής Ασφάλειας Θάνος Ντόκος και ο αρμόδιος εισηγητής, συνεργάτης του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη καλλιέργησαν άκρατη αισιοδοξία, σαν να ήταν βέβαιη η εξασφάλιση πακτωλού χρημάτων σε συντομότατο χρόνο.
Οι έκτοτε εξελίξεις στις Βρυξέλλες, όπως και η δημοσιοποίηση τον περασμένο Σεπτέμβριο των ανεπίσημων εκτιμήσεων της Κομισιόν για δάνεια προς την Ελλάδα μόλις 787,8 εκατομμυρίων ευρώ, αντί των 1,15 δισ. ευρώ που ζητούσε η κυβέρνηση (από το σύνολο των 150 δισ. ευρώ του SAFE), αποδεικνύουν ότι οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στη σύσκεψη του Μαξίμου ήταν εκτός πραγματικότητας. Αντίθετα, κατέστη σαφές ότι ο πρωθυπουργός είχε ως πολιτική προτεραιότητα την επισήμανση σε μεγάλο μέρος της επιχειρηματικής κοινότητας (άλλοι εξ αυτών παραδοσιακά δραστήριοι στον αμυντικό κλάδο και άλλοι νεοφώτιστοι, λόγω «μόδας» της εποχής) ότι μόνον εκείνος θα μπορούσε να εγγυηθεί το ύψος και την ορθή διανομή των μέχρι πρότινος ανέλπιστων δανείων του SAFE.
Και, αμέσως μετά, τις χρηματοδοτήσεις του ReArm Europe/Readiness 2030 και του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αμυντικής Βιομηχανίας (EDIP) για κοινές παραγωγές και επενδύσεις σε κρίσιμες τεχνολογίες (το EDIP θα ενταχθεί και στο προσεχές Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο με αφετηρία το 2028). Επονται, εξάλλου, και τα σχέδια της Κομισιόν για διάθεση κονδυλίων με βάση τον Οδικό Χάρτη Μετασχηματισμού της Αμυντικής Βιομηχανίας και το πρόγραμμα Στρατιωτικής Κινητικότητας.
Παράλληλα, πέρα από την επίπλαστη εικόνα στη σύσκεψη του περασμένου Απριλίου, το δεύτερο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι το Μαξίμου μάλλον υπερεκτίμησε τα οφέλη από την ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής ως προς τον υπολογισμό μέρους των αμυντικών δαπανών στο έλλειμμα. Η ρήτρα διαφυγής θα διευκολύνει μεν την αύξηση των αμυντικών κονδυλίων του Κρατικού Προϋπολογισμού, αλλά εγκυρότατες πηγές αναφέρουν πως ειδική έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ήδη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στις χώρες με μεγάλο χρέος, όπως η Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΚΤ, η χρήση της ρήτρας διαφυγής ίσως προκαλέσει σε μερικά χρόνια μεγαλύτερο κίνδυνο χρέους και ανάγκη πρωτογενών προσαρμογών. Θετικό στοιχείο θα ήταν η άνοδος του ΑΕΠ, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας μάλλον θα είναι μικρή. Γιατί, παρά την προσδοκώμενη ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, θα συνεχιστούν οπωσδήποτε οι μεγάλες εισαγωγές κύριων οπλικών συστημάτων από άλλες χώρες.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη



