Τελευταίως, νομίζω ότι αυξάνονται όσοι απαρνούνται τα χαζοπαιχνίδια του κινητού και μέσα στα ΜΜΜ, αντί να προσπαθούν να σχηματίζουν λέξεις, να διαβάζουν ένα βιβλίο.
- Γράφει ο
Χρήστος Μπολώσης
Έτσι προ ημερών είδα στο μετρό, μία κοπέλα να διαβάζει με πάθος ένα βιβλίο, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να ισορροπήσει από τα διάφορα τερτίπια, του συρμού (απότομα φρεναρίσματα), αλλά και από το δίκην σαρδελοκουτιού στριμωξίδι. Όλη αυτή την ώρα εγώ προσπαθούσα να δω τον τίτλο του βιβλίου, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, διότι άλλοτε κάποιος έμπαινε μπροστά μου, άλλοτε εγώ άλλαζα κέντρο βάρους και λικνιζόμουνα χαριτωμένα.
Κάποια στιγμή το κατάφερα. Δηλαδή τα μισοκατάφερα, αφού είδα μόνο τον συγγραφέα του βιβλίου και ομολογώ ότι ψιλοαπογοητεύτηκα. Ήταν ο Ο Καζούο Ισιγκούρο (ιαπωνικά : カズオ・イシグロ ή 石黒 一雄 ; 8 Νοεμβρίου 1954), ο οποίος όπως με ενημέρωσε η Βικιπαίδεια, είναι Βρετανός μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος και συγγραφέας μικρών ιστοριών. Γεννήθηκε στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας· η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία το 1960, όταν ήταν πέντε ετών.
Σε κάποια στιγμή θέλησα να ρωτήσω την κοπέλα αν είχε εξαντλήσει την Ελληνική λογοτεχνία και μοιραίως στράφηκε στον Ισιγκούρο. Όμως ούτε οι συνθήκες ήταν ιδανικές για τέτοιου είδους συζητήσεις, είπαμε ότι το στριμωξίδι ήταν απελπιστικό, χώρια που μπορούσα να εισπράξω και κανένα «α, να χαθείς κρύε».
Ήμουν όμως σίγουρος, ότι η φιλομαθής, ούτως ή άλλως, κοπέλα δεν είχε και πολύ καλή επαφή με την Ελληνική λογοτεχνία και πήγε κατ’ ευθείαν στον Ιάπωνα, που είναι και Βρετανός.
Εγώ όμως, μέρες που είναι και μαζί με τις ευχές μου για Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο και δημιουργικό του 2026, σας προσφέρω σήμερα ένα Ελληνικό χριστουγεννιάτικο διήγημα του Φώτη Κόντογλου που έχει τον τίτλο: «Το βλογημένο μαντρί»:

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης, τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι’ αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ‘ναι φτωχός κόσμος. Απ’όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτησε κάμποσο, βρέθηκε σ’ένα απάγκιο, που έκοβε ο αγέρας από ‘να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα, που ήτανε καμωμένη από άγρια ρουπάκια, και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε: «Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα: «Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα, που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα. Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και το ‘βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε: «Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε: «Βλογημένοι να ‘σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχιασε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα του ‘βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του: «Βλογημένο να ‘ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει το ‘να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν να ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές, που ήτανε κρεμασμένες, σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα, που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους, που ‘ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά: «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι’ αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα: «Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορείτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τα ‘λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυο ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τα ‘λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε: «Σκώνιτι ου μήτηρ κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’: Τέκνου μου! Τέκνου μου!». Αυτά τα γράμματα ξέρω … ».
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων!».
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα-Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!». Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει: «Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος: «Αλήθεια, τον ξέχασα!». Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου!». Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος: «Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε τη δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία: «Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου … ».
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης: «Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα: «Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθεις, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών … ».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

§. Αυτό το πράμα με τα τηλέφωνα μέσα στα ΜΜΜ έχει καταντήσει κυριολεκτικά μαρτύριο. Έχω δει κοπέλα να τηλεφωνεί συνεχώς από το αεροδρόμιο μέχρι τον «Ευαγγελισμό», όπου εγώ μεν κατέβηκα, αυτή όμως συνέχιζε. Άλλη μία κυρία, έβαλε πόστα σε νεαρή που μιλούσε στο κινητό σχεδόν φωνάζοντας.
Η νεαρή κατέβηκε άρον άρον κατακόκκινη από το λεωφορείο, αλλά σε λίγο ένας νεαρός, χωρίς να έχει δει την προηγούμενη σκηνή, κάθεται δίπλα στην κυρία και αρχίζει και αυτός να μιλάει στο κινητό του επίσης δυνατά. Ιλαρότης στο λεωφορείο! Άλλο: Κάποιος μιλάει μέσα στο λεωφορείο, εις επήκοον όλων, μάλλον με κάποιον τεχνίτη για κάποια επισκευή και του λέει: «Το κλειδί είναι κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας». Κατά διαβολική σύμπτωση, επιστρέφοντας τον ξανασυναντώ στο λεωφορείο. Δεν θέλει και πολύ κάποιος «ειδικός», να τον παρακολουθήσει και να τον «νοικοκυρέψει».
Σκηνή Τρίτη: Σε λεωφορείο κάποια κυρία που δεν έδειχνε ούτε μεγαλογιατρός ούτε μεγαλοδικηγόρος, ούτε μεγαλοτίποτα, που να δικαιολογεί το ότι μιλούσε συνεχώς στο κινητό της από την Αγία Παρασκευή, μέχρι τους Αμπελοκήπους όπου δεν σταμάτησε, αλλά απλώς κατέβηκε, ενώ από το βάθος ακούστηκε μιά δυνατή φωνή, να… διατάσσει από το τηλέφωνο: «Ελένη βγάλε από το ψυγείο τα μακαρόνια με τον κιμά». Καλή μας όρεξη…
§. Θα ρωτήσει τώρα κάποιος και θάχει και δίκιο: «Καλά ρε φίλε, εσύ μας έχεις φλομώσει για την Ελληνική γλώσσα και τώρα μας μιλάς για dress code; Ερωτώ τώρα κι΄ εγώ: Τι να κάνουμε αφού ο ελληνικός αντίστοιχος όρος (κώδικας ενδυμασίας) τείνει να εξαφανισθεί; Είδα φωτογραφίες του πιτσιρικά Χρήστου Μουζακίτη, που βραβεύτηκε στο Τορίνο ως «Το καλύτερο χρυσό αγόρι του 2025», ο οποίος φορούσε άψογο σμόκιν με παπιγιόν. Κάπως έτσι είχε ντυθεί κι ο Γιώργος Λάνθιμος σε ανάλογη τελετή. Και το ερώτημα: «Εδώ γιατί πηγαίνουν (δεν αναφέρομαι στους ίδιους) με φθαρμένα τζιν, όξω τα πουκάμισα και σαγιονάρες σε ανάλογες εκδηλώσεις; Θυμόσαστε την άφιξη γνωστού επιχειρηματία σε… υπερεπίσημη δεξίωση με τσόκαρα; Θυμάστε τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ πώς έφθαναν στην Βουλή; Βλέπετε πώς προσέρχονται και μερικοί (μερικοί προς το παρόν) βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος; Νομίζουν οι αφελείς ότι αν δεν φορέσεις γραβάτα δείχνεις δημοκρατικότητα και όχι απλώς αγένεια. Ξεχνούν ότι οι πλέον σκληροί δικτάτορες, αυτοί του σοβιετικού «κοινοβουλίου» ήταν ντυμένοι σαν υπάλληλοι Γραφείου Τελετών με κατάμαυρα κοστούμια και μαύρες γραβάτες. Μα θα πείτε, τα ράσα δεν κάνουν τον παππά. Σύμφωνοι. Τα κουρέλια όμως τον ξεφτιλίζουν.
§. Βλέποντας όλες αυτές τις σταρλετίστσες, τις ανθυποτραγουδίστριες και τις ηθοποιούς επιπέδου Γκόλφω του 1915 να διάγουν βίον τρυφηλόν, όπως οι Συβαρίτες, θυμήθηκα μια νόστιμη ιστοριούλα από τις τραγικές ημέρες της κατοχής. Τότε που ακόμη ο ΕΛΑΣ δεν είχε… απελευθερώσει την Ελλάδα και δε ξέρω γιατί το καθυστερούσε… Τότε λοιπόν, στον θίασο της μεγάλης μας Μαρίκας Κοτοπούλη, έπαιζε μια τσαχπίνα θεατρινούλα, η οποία και ενώ όλος κόσμος υπέφερε του Χριστού τα πάθη από την πείνα και τις κάθε είδους στερήσεις, είπαμε ο ΕΛΑΣ καθυστερούσε ανεξήγητα την απελευθέρωση της Πατρίδος μας, αυτή περνούσε μπέϊκα, έτσι που δικαιολογημένα προκαλούσε απορίες στην Κοτοπούλη: «Καλά βρε παιδάκι μου, εσύ πώς τα καταφέρνεις και περνάς τόσο καλά;» για να εισπράξει την απάντηση: «Με το δελτίο κα Μαρίκα, με το δελτίο». Ήταν δε το «δελτίο», κουπόνια, με τα οποία προμηθευόταν ο κόσμος, τα όποια αγαθά υπήρχαν και αυτά με το σταγονόμετρο. Ένα βράδυ λοιπόν με πολύ κρύο, όλος ο θίασος είχε σχεδόν καβαλήσει το μοναδικό μαγκάλι με πρώτη – πρώτη την κοπελίτσα που έχει ζυγώσει πάρα πολύ, οπότε η Κοτοπούλη δεν κρατήθηκε: «Πρόσεξε βρε παιδάκι μου, θα κάψεις το δελτίο». Αυλαία!





Η … «καθαρά αντιπολιτευομένη εφημερίδα ‘’δημοκρατία’’, πανηγυρίζει για την επιτυχία του κ. Πιερρακάκη. Όπου η κριτική βαφτίζεται «αντιπολίτευση».
Πιο αντιπολίτευση πεθαίνεις…



Αγαπημένοι μου φίλοι. Θα τα ξαναπούμε στις 19 Ιανουαρίου.
Να είστε όλοι καλά και να περάσετε υπέροχα τις γιορτές


