Ελάχιστες μέρες μετά τη διεξαγωγή των ελληνικών βουλευτικών εκλογών, τα pets της Ανγκελα Μέρκελ έπιασαν καταπώς φαίνεται -ξανά- δουλειά, διαμηνύοντας δεξιά κι αριστερά και σε όλους τους τόνους ότι «δεν τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα» σε ό,τι αφορά στο πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων.
«Του εξήγησα (στον Αντώνη Σαμαρά) ότι αναφορικά με το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για την Ελλάδα δεν θα υπάρξει ουσιαστική τροποποίηση» δήλωσε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, εξηγώντας ότι «στην καλύτερη περίπτωση» θα μπορούσε να συμφωνηθεί μία χρονική επιμήκυνση του προγράμματος. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ολι Ρεν, διά του εκπροσώπου του Αμαντέου Αλταφάζ, δήλωνε χθες ότι αυτό που επείγει είναι να σχηματιστεί κυβέρνηση στην Ελλάδα, προκειμένου να αρχίσουν οι συζητήσεις με την τρόικα επί της πρώτης αξιολόγησης της εφαρμογής του δεύτερου Μνημονίου που έχει υπογράψει η χώρα μας. Παρ’ όλα αυτά όμως, Ευρωπαίος αξιωματούχος, που ζήτησε να μην κατονομαστεί, σχολίαζε ότι όπως και να έχουν τα πράγματα το Μνημόνιο ανάμεσα στην Αθήνα και στους πιστωτές της, στους κόλπους της τρόικας, πρέπει να συζητηθεί εκ νέου, στη διάρκεια του καλοκαιριού. Σχολιάζοντας δε τις απόψεις εκείνων που επιμένουν ότι δεν μπορεί να γίνει κανενός είδους διαπραγμάτευση, είπε ότι όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο «έχουν ψευδαισθήσεις». Ταυτόχρονα, έπειτα από τη χθεσινή εβδομαδιαία συνεδρίαση του αυστριακού υπουργικού συμβουλίου στη Βιέννη, την πρόθεσή τους να συζητήσουν το χρονοδιάγραμμα του ελληνικού προγράμματος καθώς και μία επιμήκυνσή του, εφόσον η Ελλάδα τηρήσει τους όρους, διαμήνυσαν χθες τόσο ο Αυστριακός καγκελάριος Βέρνερ Φάιμαν όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας Μίχαελ Σπίντελεγκερ. Νωρίτερα μάλιστα, ο καγκελάριος της Αυστρίας, μιλώντας στη δημόσια αυστριακή ραδιοφωνία, δεν παρέλειψε να διατυπώσει την άποψη ότι θα πρέπει, αφενός, να δοθεί ανάσα στους Ελληνες, αφετέρου, όμως, οι ίδιοι θα πρέπει να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και να επιδείξουν βούληση για υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Και η Ουάσινγκτον όμως πιστεύει, από την πλευρά της, ότι υπάρχουν «μεγάλα περιθώρια» για την επαναδιαπραγμάτευση στοιχείων του προγράμματος προσαρμογής ανάμεσα στην Ελλάδα και στους διεθνείς πιστωτές της. Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε με δηλώσεις της από το Μεξικό, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του G20, η αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και αρμόδια Διεθνών Σχέσεων Λάελ Μπρέιναρντ.
«Τα προβλήματα της Ελλάδας αντανακλούν την αδυναμία της Ευρώπης να αποφασίσει μια για πάντα τι θέλει να επενδύσει στο μέλλον του ευρώ» σχολίαζαν χθες οι «New York Times», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι «ζούμε συνεχώς στο χείλος του γκρεμού» εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Τέλος, η Deutsche Welle υπογράμμιζε, από την πλευρά της, ότι η νέα κυβέρνηση καλείται να κάνει «ηράκλειο έργο», καθώς θα τεθεί αντιμέτωπη με τους δανειστές, τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την απροθυμία των πολιτών για τη λήψη νέων μέτρων.
Εκβιάζει πάλι το ΔΝΤ για 13ο και 14ο μισθό
Προτού κοπάσει ο θόρυβος από τις εκλογές, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) βάζει τις δικές του κόκκινες γραμμές εν όψει της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου. Προειδοποιεί ότι, για να δεχθεί επιμήκυνση του χρόνου που απαιτείται για να μειωθούν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, θα πρέπει να απολυθούν 150.000 δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και να καταργηθούν ο 13ος και ο 14ος μισθός στον ιδιωτικό τομέα.
Οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται από τις επαφές στελεχών του υπουργείου Εργασίας με τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας και αποτελούν πρόγευση των διαπραγματεύσεων που θα λάβουν χώρα προσεχώς. Κατά τις ίδιες πηγές το ΔΝΤ συνδέει την επιμήκυνση του χρόνου με:
-Κατάργηση άμεσα του 13ου και του 14ου μισθού. Πρόκειται για μόνιμο αίτημα της τρόικας, που ισοδυναμεί με κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος άδειας, κάτι που μεταφράζεται σε μείωση αποδοχών για περίπου 2.600.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα.
-Εκκίνηση δίχως καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες του προγράμματος απολύσεων στον δημόσιο τομέα. Με βάση το δεύτερο Μνημόνιο πρέπει να έχουν αποχωρήσει από το Δημόσιο τουλάχιστον 150.000 εργαζόμενοι, είτε με συνταξιοδότηση είτε με απόλυση, τα επόμενα δύο χρόνια.
-Να μην αλλάξει το παραμικρό σε ό,τι έχει θεσμοθετηθεί ως τώρα στην αγορά εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν αναιρείται η μείωση του 22% στον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, η οποία γίνεται μείωση 32% για τους εργαζομένους κάτω των 25 ετών. Επίσης, παραμένει το τρίμηνο της διαπραγμάτευσης προτού αρχίσει να λειτουργεί η μετενέργεια, για την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων, που ισοδυναμεί με μειώσεις μισθών έως και 40%.
Βασίλης Αγγελόπουλος


