Την ίδια στιγμή που η τρόικα πιέζει ολοένα και περισσότερο για επιπλέον περικοπές στις απολαβές των στελεχών των Ενόπλων μας Δυνάμεων και ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ελληνικών αμυντικών δαπανών, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, την Τουρκία, συνεχίζουν την ενίσχυση του στρατού τους με τον πλέον σύγχρονο εξοπλισμό.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η κατασκευή από τουρκικό όμιλο του πρώτου αεροπλανοφόρου το οποίο θα ενταχθεί στο πολεμικό ναυτικό της χώρας και που ουσιαστικά θα αποτελεί ένα πλωτό νησί στα ανατολικά μας, ανάμεσα στα ελληνικά νησιά. Για το έργο, που θα κοστίσει περίπου 2,5 δισ. ευρώ και θα πρέπει να είναι έτοιμο εντός πενταετίας, έχει οριστεί σήμερα σύσκεψη στρατιωτικών και εκπροσώπων της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, παρουσία του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν.
Οπως αναφέρουν τουρκικά ΜΜΕ, ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει τρεις όμιλοι. Μεταξύ τους, ο όμιλος Κοτς, ο οποίος έχει δικό του ναυπηγικό σχέδιο, και ο όμιλος Σεντέφ του προέδρου του Τουρκικού Ναυτικού Επιμελητηρίου Μετίν Καλκαβάν. Οπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι, το αεροπλανοφόρο θα είναι μία πλωτή ναυτική βάση που θα στοχεύει στην αύξηση της μεταφοράς ανθρώπων και αεροσκαφών, και όχι σε πολεμικές δραστηριότητες. Θα είναι μήκους 220 μέτρων, θα έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει 12 μαχητικά αεροσκάφη και να παραμείνει στη θάλασσα για 30 συνεχείς ημέρες.
Νέο μέτωπο με την Ε.Ε.
Στο μεταξύ, νέο μέτωπο ανοίγει η Αγκυρα με την Ε.Ε., με αφορμή την τελευταία έκθεση της Κομισιόν για την Τουρκία, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζονται μεν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της χώρας, ωστόσο είναι πάρα πολλές οι επιφυλάξεις των εταίρων για επιμέρους θέματα. Ο Τούρκος υπουργός Επικρατείας και αρμόδιος για τις σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε. Εγκεμέν Μπαγίς χαρακτήρισε χθες «υποκειμενική, αβάσιμη και μεροληπτική» την έκθεση της Κομισιόν και παρουσίασε τη δική του εκδοχή, που ασφαλώς απέχει κατά πολύ από την ευρωπαϊκή.
Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι την τελευταία δεκαετία έχουν αλλάξει 2.000 νόμοι προκειμένου να εναρμονιστούν με την ευρωπαϊκή οδηγία, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνει στην αποφυλάκιση 33.500 κρατουμένων και τη μείωση του αριθμού των συλλήψεων.