Μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σχηματισμού θρόμβων και αρτηριακής θρόμβωσης στις γυναίκες που μένουν έγκυοι έπειτα από εξωσωματική γονιμοποίηση σε σχέση με εκείνες που ξεκινούν την εγκυμοσύνη τους με φυσιολογικό τρόπο. Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε από έρευνα επιστημόνων στη Σουηδία, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η φλεβική θρομβοεμβολή και η πνευμονική εμβολή είναι πιο επικίνδυνες για τις πρώτες, προφανώς λόγω της αύξησης των οιστρογόνων, τα οποία ξεπερνούν ακόμη και τα επίπεδα της φυσιολογικής αύξησης που προκαλείται λόγω της εγκυμοσύνης.
Οπως εξηγούν οι επιστήμονες, παρόλο που ο κίνδυνος αντικειμενικά δεν είναι πολύ μεγάλος, οι πιθανότητες αυξάνονται σημαντικά κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών μηνών της εγκυμοσύνης στις γυναίκες που έχουν κάνει εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά όχι τόσο σε εκείνες που μένουν έγκυοι με φυσιολογικό τρόπο.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή τουλάχιστον 23.000 εγκύων γυναικών που είχαν υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση και 117.000 που είχαν συλλάβει φυσιολογικά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, τα οποία δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «BMJ», ο κίνδυνος για τις πρώτες ήταν σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τις υπόλοιπες. «Παρατηρήσαμε αύξηση των περιστατικών πνευμονικής εμβολής και εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης σε γυναίκες που είχαν γεννήσει έπειτα από εξωσωματική γονιμοποίηση» αναφέρει ο δρ Peter Henriksson, καθηγητής Ιατρικής στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη. «Στη διάγνωση μπορεί να υπάρχει πιθανότητα λάθους και αυτοί οι γιατροί οφείλουν να το γνωρίζουν, ώστε να κάνουν πιο σωστά τη δουλειά τους».
Ωστόσο, άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι ο κίνδυνος δεν περιορίζεται στις γυναίκες που κάνουν εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά είναι ο ίδιος για όλες. Γενικώς, κατά τη διάρκεια της κύησης οι γυναίκες διατρέχουν πενταπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν φλεβική θρομβοεμβολή, τα συμπτώματα της οποίας είναι όμοια με εκείνα της εγκυμοσύνης (ταχυκαρδία, δύσπνοια, οίδημα κάτω άκρων κ.ά.). Οι γυναίκες στις οποίες υπάρχει πιθανότητα διάγνωσης εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης ή πνευμονικής εμβολής συνήθως γίνεται υπερηχογράφημα κάτω άκρων και, αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, ακολουθείται αντιπηκτική αγωγή.
Αλεξάνδρα Χυδηριώτη