Στο «ράφι» θα βάζει η Εφορία τις οφειλές των πολιτών που αποδεδειγμένα δεν έχουν κανένα εισόδημα για να τις πληρώσουν αλλά και δεν διαθέτουν κανένα περιουσιακό στοιχείο προς κατασχέσεις. Επίσης, χρέη 20ετίας που δεν ξεπερνούν τα 200 ευρώ θα διαγράφονται, ενώ δεν θα ασκείται πλέον ποινική δίωξη για χρέη που δεν ξεπερνούν τα 10.000 ευρώ (αντί 5.000 ευρώ που ίσχυε μέχρι πρόσφατα).
Με το πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα από την Βουλή γίνεται απλούστερος ο χαρακτηρισμός -υπό προϋποθέσεις- των ληξιπρόθεσμων οφειλών… ως ανεπίδεκτων προς είσπραξη.
Συγκεκριμένα, ανεπίδεκτες είσπραξης θα χαρακτηρίζονται οι οφειλές εφόσον έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση, και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη.
Επίσης σταματούν οι διαδικασίες αναζήτησης και είσπραξης για χρέη για στα οποία:
– Εχει γίνει έναρξη της ποινικής διαδικασίας σε βάρος των υπευθύνων, για συνολική βασική οφειλή άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Τον λόγο στις περιπτώσεις αυτές έχει η Δικαιοσύνη…
– Εχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο για τον σκοπό αυτόν ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι δεν υφίσταται καμία δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησης των απαιτήσεων του Δημοσίου.
Την απόφαση για το εάν μία οφειλή είναι επιδεκτική ή ανεπίδεκτη είσπραξης τη λαμβάνει ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή μέχρι 1.500.000 ευρώ. Για τις άνω του 1.500.000 ευρώ πάλι θα είναι υπεύθυνος ο ίδιος, αλλά θα απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Επίσης, μπορεί να διαγράφεται και ολόκληρη η οφειλή από το ίδιο το υπουργείο χωρίς να απαιτείται καμία ενέργεια εκ μέρους τους.
Συγκεκριμένα, όλα τα χρέη που έχουν «γεννηθεί» προ του 1993 και η αρχική βασική οφειλή ήταν κάτω από 200 ευρώ ανά φορολογούμενο (68.000 δραχμές της εποχής), θα θεωρούνται από την Εφορία «μη εισπράξιμα» και θα διαγράφονται, υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται άλλες βασικές οφειλές του ίδιου προσώπου.
Αν και το ποσό φαντάζει μικρό, ένα τέτοιο ανεξόφλητο χρέος, που είχε δημιουργηθεί προς 20ετίας και παλαιότερα, σήμερα μπορεί να ξεπερνά τα 1.000 ή και τα 3.000 ευρώ, με τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις.
Η «κυριακάτικη δημοκρατία» παρουσιάζει στη συνέχεια με μορφή ερωταπαντήσεων όσα χρειάζεται να ξέρουν οι πολίτες για το πότε και το πώς το χρέος χαρακτηρίζεται ανεπίδεκτο προς είσπραξη και διαγράφεται.
Ποιες οφειλές θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης;
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη αλλά και των συνυπόχρεων του. Θα πρέπει επίσης να προκύπτει ότι δεν του οφείλουν τρίτοι κάποιο ποσό, διότι αυτό θα εισπραχθεί υπέρ του Δημοσίου. Επίσης θα πρέπει τα παραπάνω να τα πιστοποιήσει ελεγκτής της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής Αρχής.
Για πόσο χρονικό διάστημα παραμένουν ανεπίδεκτες είσπραξης οι οφειλές και ποιες είναι οι συνέπειες;
Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση. Δεν θα χορηγείται αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, παρά μόνο στην περίπτωση που τα χρήματα που πρόκειται να εισπραχθούν θα παραχωρηθούν στο Δημόσιο για την εξόφληση των χρεών. Θα παραμείνουν δεσμευμένοι οι τραπεζικοί και οι επενδυτικοί λογαριασμοί.
Μετά τον έλεγχο τελειώνουν οι υποχρεώσεις του οφειλέτη;
Οχι. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης αποκτήσει κάποιο εισόδημα ή άλλο περιουσιακό στοιχείο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας και διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησης της οφειλής από τον ίδιο είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο, τότε η οφειλή από ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται εισπράξιμη.
Πότε διαγράφεται η οφειλή προς το Δημόσιο;
Μετά την πάροδο της δεκαετίας η οφειλή διαγράφεται, αν έχουν συντρέξει όλα τα παραπάνω. Ομως οι οφειλές μπορούν να διαγραφούν πριν από την παρέλευση της δεκαετίας, εάν έχουν ολοκληρωθεί όλες οι κατά νόμο οριζόμενες ενέργειες της Φορολογικής Διοίκησης στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, και δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων και έχει ολοκληρωθεί ήδη η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α’ 43).
Διαγράφεται αυτόματα χρέος έως 200 ευρώ;
Ολα τα χρέη που έχουν «γεννηθεί» προ του 1993 και η αρχική βασική οφειλή ήταν κάτω από 200 ευρώ ανά φορολογούμενο θα θεωρούνται από την Εφορία «μη εισπράξιμα» και θα διαγράφονται, υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται άλλες βασικές οφειλές του ίδιου προσώπου.
Ληξιπρόθεσμα: «Εκτόξευση» στα 55,7 δισ. €
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών, μέχρι το τέλος του 2012 περίπου 2.700.000 φορολογούμενοι χρωστούσαν στο Δημόσιο 55,7 δισ. ευρώ! Συγκεκριμένα, 2.548.071 φυσικά πρόσωπα χρωστούσαν 20,4 δισ. ευρώ και 148.658 νομικά πρόσωπα όφειλαν 35,37 δισ. ευρώ. Από τα παλιά χρέη (έως τις 31/12/2012) έχουν εισπραχθεί μόνο 606.395.000 ευρώ, ενώ έχουν διαγραφεί 41.715.782 ευρώ.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2013 δημιουργήθηκαν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές 1 δισ. ευρώ από 1.488.646 φυσικά πρόσωπα και νέα χρέη 1,1 δισ ευρώ από 46.433 εταιρίες!
Σημειώνεται δε ότι οι εν νέες οφειλές ύψους 2,178 δισ. ευρώ δεν μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση των 48 δόσεων, αλλά μόνο στην πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε στην Βουλή, κρύβουν πολλές παγίδες για τους φορολογουμένους.
Συγκεκριμένα:
-Το Δημόσιο μπορεί να κάνει κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων και να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου ακόμη και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση.
-Κάθε οφειλή που υπάγεται στη ρύθμιση επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, οι οποίες υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 8,75%.
-Η πρώτη δόση της ρύθμισης πρέπει να καταβληθεί μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης.
-Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%.
-Εφόσον ο οφειλέτης τεθεί εκτός ρύθμισης, υποχρεούται να καταβάλει ολόκληρο το υπόλοιπο της οφειλής.
Στέλιος Κράλογλου