Η «εκδίκηση» της φύσης φέρνει παγκόσμια πείνα!

Η γη χρειάζεται να «ξεκουραστεί» για να αποδώσει. Να ανακτήσει τα συστατικά της ώστε να είναι έτοιμη και πάλι για καλλιέργεια. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι γεωργοί εφαρμόζοντας την αγρανάπαυση αλλά και την αμειψισπορά, την εναλλαγή καλλιεργειών, ώστε να διασφαλιστεί ότι το έδαφος εμπλουτίζεται με τις θρεπτικές ουσίες που σπατάλησε και διατηρεί την ισορροπία του. Αυτά τα διδάγματα της υπομονής και του μέτρου, παραδοσιακά εργαλεία του αγρότη, κάπου χάθηκαν ή παραμελήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, στην παγκόσμια κούρσα εντατικοποίησης της γεωργικής καλλιέργειας. Πρόκειται για κάτι λίγο ως πολύ γνωστό. Λιγότερο γνωστό είναι ότι ως αποτέλεσμα της υπερκαλλιέργειας της γης οι ειδικοί προειδοποιούν τώρα ότι οι σιτοβολώνες και οι ορυζώνες στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη όχι μόνο δεν θα είναι πια σε θέση να αποδώσουν περισσότερο αλλά η παραγωγή θα βαίνει πλέον μειούμενη, την ώρα μάλιστα που ο πληθυσμός του πλανήτη συνεχώς αυξάνεται. Το πρόβλημα, σε απλά μαθηματικά, ισοδυναμεί με σοβαρές διατροφικές ελλείψεις και αδυναμία σίτισης των μελλοντικών κατοίκων του πλανήτη!

«Ετοιμαζόμαστε να… πιάσουμε πάτο. Η ισοπέδωση των αποδόσεων των σιτηρών είναι πολύ πραγματική. Οι κυβερνήσεις δεν έχουν καταλάβει ότι έχουμε φτάσει πια να τραβάμε τα φυσικά όρια των αποδόσεων των βασικών καλλιεργειών». Η αγωνιώδης έκκληση δεν ανήκει σε έναν οποιοδήποτε επιστήμονα, αλλά στον Αμερικανό Λέστερ Μπράουν, πρόεδρο του Ινστιτούτου Γης της Ουάσινγκτον και πρώην επιστημονικό συνεργάτη της αμερικανικής κυβέρνησης. Ο κ. Μπράουν ήταν εκείνος που τη δεκαετία του ’70 βοήθησε την ινδική κυβέρνηση να διπλασιάσει τις σοδειές της, προκειμένου να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού της.

«Στη Γαλλία, στη Γερμανία και τη Βρετανία, τις τρεις κυρίαρχες σιτοπαραγωγούς της δυτικής Ευρώπης, την τελευταία δεκαετία έχει υπάρξει μόνο μικρή αύξηση στις αποδόσεις (των καλλιεργειών). Και άλλες (ευρωπαϊκές) χώρες θα φτάσουν τα όριά τους στην απόδοση των σιτηρών. Οι προηγμένες αγροτοπαραγωγοί χώρες συναντούν φυσικά όρια, τα οποία δεν ήταν αναμενόμενα από τον ευρύτερο πληθυσμό».

Την ίδια ώρα, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα ούτε στην Ασία, όπου η εντατική καλλιέργεια στους ορυζώνες συναγωνίζεται μόνο την ταυτόχρονη υπερκαλλιέργεια σιτηρών (που έχει μετατρέψει, για παράδειγμα, την Κίνα σε έναν από τους σιτοβολώνες του πλανήτη). «Η απόδοση των ορυζώνων στην Ιαπωνία δεν έχει αυξηθεί εδώ και 17 χρόνια» σημειώνει ο κ. Μπράουν. «Στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα οι αποδόσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε περίπου δυόμισι τόνους το στρέμμα. Οι αποδόσεις των κινεζικών ορυζώνων πλησιάζουν την Ιαπωνία σε γοργούς ρυθμούς και σύντομα θα σταθεροποιηθούν επίσης».

Η επιβράδυνση της παραγωγής -την οποία συνεπάγεται η συγκεκριμένη τάση- με μελλοντική ενδεχόμενη μείωση της παραγωγής σημαίνει απλά ότι ως το 2050 (οπότε υπολογίζεται ότι στον πληθυσμό του πλανήτη θα έχουν προστεθεί άλλα τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι) η τροφή που προέρχεται από τη γη δεν θα επαρκεί για να θρέψει όλους τους κατοίκους της. Οξύτερο μάλιστα αναμένεται να είναι το πρόβλημα σε χώρες όπως η Κίνα ή η Ινδία, η οποία ενδεικτικά αυξάνει τον πληθυσμό της κάθε χρόνο κατά 18.000.000 ανθρώπους.

Η εντατικοποίηση της γεωργίας ξεκίνησε σε μαζικό και διεθνές επίπεδο τη δεκαετία του 1950, ακριβώς για να λύσει το διατροφικό πρόβλημα. Ελαβε το όνομα «Πράσινη Επανάσταση» και βασιζόταν σε έναν συνδυασμό μονοκαλλιεργειών (συστηματική καλλιέργεια συγκεκριμένων αποδοτικών ποικιλιών, χωρίς καλλιεργητικές εναλλαγές για να «ξεκουραστεί» το έδαφος). Επίσης, μεγάλες δόσεις λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, επέκταση των αρδευτικών συστημάτων στον τρίτο κόσμο και ανάπτυξη ποικιλιών που επιτρέπουν αυξημένη παραγωγή. Για παράδειγμα, η δημιουργία φυτών υψηλών αποδόσεων, που δεν καταστρέφονται εύκολα από τον άνεμο και τη βροχή, που ωριμάζουν σε συντομότερο χρονικό διάστημα, επέτρεψε στους καλλιεργητές με επαρκές πότισμα να μπορούν να έχουν δύο ή περισσότερες σοδειές τον χρόνο.

Το 1970 ο γεωπόνος του Ιδρύματος Ροκφέλερ Νόρμαν Μπόρλονγκ κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης «για την έρευνα που διεξήγε στο διεθνές κέντρο για τη βελτίωση του καλαμποκιού και του σιταριού». Το διακύβευμα ήταν μεγάλο και ουσιαστικό: Η αύξηση των ποσοτήτων των βασικών ειδών διατροφής και η εξάλειψη της πείνας, ειδικά στις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη.

Ομως, έπειτα από δεκαετίες συνεχώς αυξανόμενων αποδόσεων στις καλλιέργειες, από το 1990 και έπειτα (κατά περίπτωση, η τάση ξεκίνησε και νωρίτερα, μέσα στη δεκαετία του ’80) ο ρυθμός παραγωγής άρχισε να μειώνεται. «Από το 1950 οι αποδόσεις των δημητριακών στον κόσμο τριπλασιάστηκαν. Αυτές οι μέρες όμως πέρασαν. Ο ρυθμός επιβραδύνθηκε» εξηγεί ο κ. Μπράουν. «Το διάστημα 1950-1990 οι παγκόσμιες αποδόσεις αυξάνονταν ετησίως σε ρυθμό 2,2%. Εκτοτε, ο ρυθμός έχει επιβραδυνθεί στο 1,3%».

 

 

«Τα σπαρτά έχουν φυσιολογικά όρια, αν και νομίζαμε ότι είχαμε ακόμη δρόμο»

Οπως εξηγεί ο Βρετανός Στιούαρτ Νάιτ, διευθυντής σοδειάς και αγρονομίας στο Εθνικό Ινστιτούτο Αγροτικής Βοτανολογίας στο Κέμπριτζ της Βρετανίας, «τα σπαρτά έχουν φυσιολογικά όρια, αν και εμείς νομίζαμε ότι είχαμε ακόμη πολύ δρόμο ώσπου να φτάσουμε σε αυτό το σημείο». Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι καταχρήσεις χημικών και φυτοφαρμάκων, η συστηματική μηχανική επεξεργασία του εδάφους, η εγκατάλειψη της αμειψισποράς αλλά και η απώλεια γενετικού υλικού από τις επιλογές που ευνοούσαν τη μονοκαλλιέργεια έφτασαν πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις στα όριά τους. Μέσα σε πενήντα χρόνια η χρήση λιπασμάτων δεκαπλασιάστηκε, η χρήση εντομοκτόνων πολλαπλασιάστηκε, πολλά εδάφη, διαβρωμένα από τη χρόνια υπερκαλλιέργεια, είδαν τη γονιμότητά τους να μειώνεται. Τα υπόγεια αποθέματα νερού υποβαθμίστηκαν από τη συνεχή χρήση χημικών και των αζωτούχων ενώσεων που περιέχουν τα λιπάσματα. Ταυτόχρονα, πολλά παράσιτα ανέπτυξαν αντοχές στα φυτοφάρμακα, δημιουργώντας ανάγκη για όλο και πιο «ανθεκτικές» καλλιέργειες.

Ενας σοβαρός επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας υπήρξε και το λεγόμενο «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Σύμφωνα με τους ερευνητές Βόλφραμ Σλένκερ του πανεπιστημίου Κολούμπια και Ντέιβιντ Λόμπελ του πανεπιστημίου Στάνφορντ, η άνοδος της θερμοκρασίας μετά το 1980 μείωσε σημαντικά τις αποδόσεις των καλλιεργειών δημητριακών, κυρίως του καλαμποκιού και του σιταριού. Χρησιμοποιώντας υπολογιστικά μοντέλα εκτίμησαν ότι εξαιτίας της μεταβολής θερμοκρασίας οι αποδόσεις του καλαμποκιού ήταν την τελευταία 30ετία 3,8% χαμηλότερες και του σιταριού 5,5% χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες που θα μπορούσαν να είχαν οι καλλιεργητές, εφόσον οι μέσες θερμοκρασίες παρέμεναν στα προ του 1980 επίπεδα. Οχι μόνο η υπερθέρμανση βλάπτει την ανάπτυξη των φυτών, αλλά μειώνει το διαθέσιμο νερό για άρδευση και ευνοεί την ανάπτυξη παρασίτων. Εν ολίγοις, υπολογίζεται ότι η άνοδος της θερμοκρασίας κατά έναν βαθμό Κελσίου ισοδυναμεί με πτώση της γεωργικής απόδοσης κατά 5%.

Οι ειδικοί κοιτάζουν πλέον προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης σπαρτών που θα έχουν πιο αποτελεσματικές ικανότητες φωτοσύνθεσης, ώστε να συνεχίσει να αυξάνεται η παραγωγή. Η έρευνα στρέφεται και στα αμφιλεγόμενα γενετικά μεταλλαγμένα σιτηρά, όπως για παράδειγμα εκείνα που επιχειρεί να αναπτύξει το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνας για το Ρύζι (Irri) στις Φιλιππίνες. Για άλλους επιστήμονες πάλι τα γενετικά μεταλλαγμένα σπαρτά δεν είναι η λύση. Οι ερευνητές του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Βοτανολογίας διασταύρωσαν μια παλιά ποικιλία σιταριού με μία σύγχρονη, χωρίς να χρησιμοποιήσουν γενετική μετάλλαξη. Το αποτέλεσμα ήταν μια καινούργια ποικιλία, που εκτιμάται ότι μπορεί να έχει αυξημένη απόδοση ως 30%.

Μυρτώ Μπούτση

{{-PCOUNT-}}16{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα