Ανασκαφές για τις εργασίες διάνοιξης του σιδηροδρόμου στην Πιερία έφεραν στο φως μυστήριο χιλιάδων ετών
Ενα συγκλονιστικό αρχαιολογικό εύρημα, που φέρνει στο «φως» πολύτιμες πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες, τις κοινωνικές πρακτικές και τις τελετουργίες των πρώτων γεωργικών κοινωνιών του ελλαδικού χώρου, αποκαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών για τη διάνοιξη του σιδηροδρόμου στην Πιερία, και σήμερα έμπειροι καθηγητές αναλύουν την τεράστια πολιτισμική σημασία που έχει.
Στην καρδιά του νεολιθικού οικισμού του Μακρυγιάλου ανακαλύφθηκε ένας εντυπωσιακός λάκκος διαμέτρου περίπου 30 μέτρων και βάθους έως 1,5 μέτρο, γεμάτος χιλιάδες ευρήματα που περιλαμβάνουν όστρακα, κόκαλα ζώων, μαγειρικά σκεύη, προσωπικά αντικείμενα και κοσμήματα. Χρονολογημένος μεταξύ 5450 και 5250 π.Χ., ο μυστηριώδης λάκκος δεν ταιριάζει με τα κλασικά αρχαιολογικά δεδομένα που παραπέμπουν σε απλή χωματερή.
Σύμφωνα με τη δρα Ρένα Βεροπουλίδου, αρχαιολόγο – αρχαιοζωολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, η συγκέντρωση και η διατήρηση των ευρημάτων δείχνουν ότι εναποτέθηκαν εκεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση πως πρόκειται για κατάλοιπα ενός μεγάλου γεύματος ή τελετουργικής συγκέντρωσης. Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται από την παρουσία περίτεχνα διακοσμημένων σκευών και κοσμημάτων από κοχύλια «γαϊδουροπόδαρου», που φαίνεται ότι είχαν ανταλλακτική αξία στις εμπορικές επαφές με άλλες κοινότητες.
Απορρίμματα
Παρά το γεγονός ότι ο νεολιθικός οικισμός διέθετε μεγάλες τάφρους που χρησιμοποιούνταν για την απόρριψη απορριμμάτων, η διαφοροποίηση του συγκεκριμένου λάκκου είναι σαφής, αφού τα υπολείμματα δεν έφεραν σημάδια έκθεσης στις καιρικές συνθήκες, τα κόκαλα είχαν ακόμα ανέπαφες αρθρώσεις, ενώ τα όστρακα και τα αντικείμενα βρέθηκαν σε σχεδόν άριστη κατάσταση. Η πιθανότητα τελετουργικού χαρακτήρα της απόθεσης αυτών των ευρημάτων ενισχύεται και από τη ρίψη προσωπικών αντικειμένων και κοσμημάτων. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως στη Βόρεια Αμερική, όπου συσσίτια μεγάλης κλίμακας συνοδεύονταν από προσφορές και αντικείμενα με συμβολική αξία.
Η κατανόηση της διατροφής στην αρχαία Πιερία αποτελεί μία από τις βασικές ερευνητικές προσεγγίσεις των τελευταίων δεκαετιών, με τη συμβολή επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι μελέτες της Ρένας Βεροπουλίδου, της Αλεξάνδρας Λιβάρδα και της Τάνιας Βαλαμώτη καταδεικνύουν πως από το 6500 π.Χ. οι κάτοικοι της περιοχής καλλιεργούσαν δημητριακά, όπως το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, το γυμνό και το ντυμένο κριθάρι, καθώς και όσπρια, όπως οι φακές, το λαθούρι και ο πικρός βίκος (ρόβη). Στην καθημερινή τους διατροφή περιλαμβάνονταν άγρια φρούτα (σύκα, μήλα, κράνα, βατόμουρα), καθώς και καρποί, όπως αγριοφιστίκια και σαμπούκος.
Η συμβολή των ζώων ήταν σημαντική αλλά όχι καθημερινή, με αιγοπρόβατα, χοίρους και βοοειδή να συνιστούν τη βασική ομάδα οικόσιτων ειδών. Το κρέας καταναλωνόταν σποραδικά, ενδεχομένως σε περιστάσεις γιορτών ή τελετών, ενώ η σφαγή και ο τεμαχισμός ζώων σε μεγάλες μερίδες υποδηλώνουν μαζική κατανάλωση από πολυμελείς ομάδες, γεγονός που υποστηρίζεται και από ίχνη εργαλείων στα οστά.
Oστρακοειδή
Η αλιεία και η συλλογή οστρακοειδών αποτελούσαν επίσης τμήμα της καθημερινής πρακτικής, ιδιαίτερα στα παράκτια σημεία της Πιερίας. Οι κάτοικοι προτιμούσαν τα οστρακοειδή «μπουρλήθρες», τα οποία ήταν άφθονα σε λιμνοθαλάσσιες περιοχές. Τα ευρήματα από τη Μεθώνη, με μεγάλα κατά μέσο όρο όστρακα, υποδηλώνουν πρακτικές βιώσιμης συγκομιδής, όπως η επιλεκτική συλλογή μεγάλου μεγέθους οστράκων ή η εποχική εναλλαγή σημείων συγκομιδής. Οι συνεντεύξεις κατοίκων της περιοχής, που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα, μαρτυρούν πως οι μπουρλήθρες καταναλώνονταν έως και τη δεκαετία του 1940, ενώ αποτελούσαν πηγή θρέψης ακόμα και κατά την Κατοχή. Σήμερα, ωστόσο, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τη διατροφή, εξαιτίας της ρύπανσης και της προκατάληψης για τα «λασπώδη» νερά.
Η έρευνα στον Μακρύγιαλο αποκαλύπτει ένα πολυδιάστατο παρελθόν, που συνδέει την καθημερινότητα με την τελετουργία, τη διατροφή με την κοινωνική ταυτότητα και τον άνθρωπο με το περιβάλλον του. Η αρχαιολογική πρακτική στην Πιερία αποτελεί υπόδειγμα για την ολοκληρωμένη προσέγγιση της ζωής των αρχαίων ανθρώπων, αποκαλύπτοντας όχι μόνο τι έτρωγαν, αλλά και πώς ζούσαν, πανηγύριζαν και νοηματοδοτούσαν την ύπαρξή τους.
Η γαστρονομία βασικό συστατικό για την τουριστική προβολή της περιοχής
Αναμφίβολα, η γαστρονομική και τουριστική προβολή της Πιερίας θα μπορούσε να βασιστεί στη μοναδική συνέχεια της ανθρώπινης παρουσίας και της βιώσιμης διατροφικής κουλτούρας, που χτίστηκε αιώνες πριν. Ο συνδυασμός παραδοσιακής γνώσης και φυσικού πλούτου προσφέρει ένα σπάνιο αφήγημα αυθεντικότητας και διάρκειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία θεματικών διαδρομών, που θα μπορούσαν να συνδέουν τους αρχαιολογικούς χώρους με σύγχρονες αγροτικές μονάδες, οστρακοκαλλιέργειες και παραδοσιακά εστιατόρια. Οι επισκέπτες θα είχαν τη δυνατότητα να δουν πώς καλλιεργούνται ακόμη παραδοσιακά προϊόντα, να συμμετέχουν σε συλλογές οστρακοειδών και να μαγειρέψουν με παλιές συνταγές.
Επιπλέον, η διοργάνωση ετήσιων φεστιβάλ, που να μην περιορίζονται μόνο στο μύδι, αλλά να προβάλλουν ολόκληρη την προϊστορική διατροφή της περιοχής (όσπρια, δημητριακά, φρούτα και άγρια χόρτα) θα ενίσχυε το γαστρονομικό αποτύπωμα της Πιερίας. Σχολικά και τουριστικά προγράμματα με θέμα τη νεολιθική διατροφή, ακόμα και αναπαραστάσεις αρχαίων γεωργικών τεχνικών θα μπορούσαν να προσφέρουν βιωματικές εμπειρίες σε Ελληνες και ξένους επισκέπτες. Η αίσθηση ότι εδώ τίποτα δεν χάθηκε, αλλά αντίθετα διατηρήθηκε και εξελίχτηκε αργά μπορεί να γίνει βασικό συστατικό της τουριστικής ταυτότητας της περιοχής. Μία ταυτότητα που συνδυάζει τον σεβασμό προς τη φύση με την αρχέγονη σοφία της αυτάρκειας.