Πώς το «κίνημα χάριτος» στην Ιαπωνία είχε ως συνέπεια να επιστρέψουν εγκληματίες στην πολιτική και την οικονομική ζωή, αφήνοντας βαθιές πληγές στην ανατολική Ασία
Η νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν σήμανε μόνο τη στρατιωτική ήττα των φασιστικών δυνάμεων του Αξονα, αλλά εγκαινίασε και μια άνευ προηγουμένου διαδικασία απόδοσης ευθυνών και ιστορικού αναστοχασμού. Από τις 20 Νοεμβρίου 1945 έως την 1η Οκτωβρίου 1946 διεξήχθη η Δίκη της Νυρεμβέργης από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Ευρώπης·από τις 3 Μαΐου 1946 έως τις 12 Νοεμβρίου 1948 διεξήχθη η Δίκη του Τόκιο από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο για την Απω Ανατολή.
- Της Τζόου Χαντάν *
Οι δύο αυτές διεθνείς δικαστικές πρακτικές καθιέρωσαν τρεις κύριες κατηγορίες εγκλημάτων: το «έγκλημα κατά της ειρήνης», τα «κοινά εγκλήματα πολέμου» και τα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», υπερβαίνοντας την προπολεμική παράδοση του Διεθνούς Δικαίου περί «μη ευθύνης του κράτους». Διακηρύχθηκε ότι η έναρξη επιθετικού πολέμου (έγκλημα κατά της ειρήνης) δεν αποτελεί πια μια αφηρημένη πράξη του κράτους, αλλά διεθνές έγκλημα για το οποίο ευθύνεται προσωπικά κάθε άτομο.
Δυστυχώς, μετά τις Δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο η Γερμανία και η Ιαπωνία, ως χώρες ηττημένες, ακολούθησαν εντελώς διαφορετικούς δρόμους ως προς την αναγνώριση και τον αναστοχασμό για την ευθύνη του πολέμου. Μεταξύ 1946 και 1949 οι ΗΠΑ, η Γερμανία (τόσο η Ομοσπονδιακή όσο και η Λαοκρατική), η Τσεχοσλοβακία, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σοβιετική Ενωση πραγματοποίησαν δίκες εγκληματιών πολέμου, οι οποίες περιέλαβαν γιατρούς, δικαστές, διπλωμάτες, στρατιωτικούς διοικητές και υψηλόβαθμα στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων. Ακόμη και σήμερα, η Γερμανία και η διεθνής κοινότητα συνεχίζουν να καταδιώκουν τους επιζώντες ναζί.
Το 1946 ο Γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers) στο έργο του «Το πρόβλημα της ενοχής της Γερμανίας» (The Question of German Guilt), υπογράμμισε ότι οι Γερμανοί όφειλαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τη νομική εκκαθάριση αλλά και την πολιτική ευθύνη της κοινότητας, τις ηθικές επιλογές των ατόμων και τον υπαρξιακό, μεταφυσικό αναστοχασμό του ίδιου του έθνους. Μόνο μέσω μιας βαθιάς ενδοσκόπησης σχετικά με την ενοχή θα μπορούσε να επιτευχθεί η πραγματική επιστροφή στον πολιτισμό. Το 1949, η Ομοσπονδιακή Γερμανία θέσπισε τον Θεμελιώδη Νόμο, ο οποίος, μέσω μιας σειράς περιοριστικών διατάξεων, δημιούργησε τη λεγόμενη «αμυντική δημοκρατία», ένα θεσμικό πλαίσιο που εξασφάλισε ότι καμία ακραία δύναμη δεν θα μπορούσε εύκολα να αναβιώσει.
Η μεταπολεμική γερμανική κοινωνία, μέσα από δεκαετίες πρακτικής, μετέτρεψε σταδιακά την ευθύνη για τον πόλεμο σε ζήτημα εκπαίδευσης και δημόσιας μνήμης. Η αντιναζιστική ιστορική εκπαίδευση έγινε μέσο διαγενεακής μετάδοσης της συλλογικής μνήμης· τα μνημεία και τα μουσεία στους δημόσιους χώρους έγιναν σημαντικοί τόποι μνήμης. Η ευθύνη της ιστορικής μνήμης ενσωματώθηκε σταδιακά στην ίδια την εθνική ταυτότητα της Γερμανίας. Μέσω της διαμόρφωσης παιδείας και μνήμης η Γερμανία κέρδισε διεθνή εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Σε πλήρη αντίθεση, η Ιαπωνία δεν εγκαθίδρυσε πραγματικό μηχανισμό αυτοκάθαρσης μετά τον πόλεμο. Μετά τη Δίκη του Τόκιο δεν υπήρξε εσωτερικός μηχανισμός δικαιοσύνης που να συνεχίσει αυτόνομα την αναζήτηση της ευθύνης για τον πόλεμο, με αποτέλεσμα η μεταπολεμική ιαπωνική κοινωνία να στερηθεί την ευκαιρία μιας ουσιαστικής δικαστικής και ηθικής αυτοκριτικής. Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η ιαπωνική κυβέρνηση προώθησε έντονα το «κίνημα χάριτος», με συνέπεια ορισμένοι εγκληματίες πολέμου να επιστρέψουν στην πολιτική και οικονομική ζωή. Η ιαπωνική κοινωνία, σε κάποιο βαθμό, παρέκαμψε το στάδιο της αυτοκριτικής, αφήνοντας ένα βαρύ κενό μνήμης.
Παράλληλα με τη Δίκη του Τόκιο, οι Σύμμαχοι ίδρυσαν στρατιωτικά δικαστήρια σε πολλές περιοχές της Ασίας και του Ειρηνικού, διεξάγοντας δίκες Β’ και Γ’ κατηγορίας εγκληματιών πολέμου. Από το 1945 έως το 1952 περίπου 5.700 άτομα κατηγορήθηκαν, εκ των οποίων περίπου 4.400 καταδικάστηκαν και περίπου 920 εκτελέστηκαν. Οι δίκες αυτές αφορούσαν κυρίως μεσαία και κατώτερα στελέχη που είχαν διαπράξει άμεσα ωμότητες. Στην αρχή ο ιαπωνικός Τύπος κάλυπτε εκτενώς τις δίκες των εγκληματιών Β’ και Γ’ κατηγορίας, αλλά με τη σκιά του Ψυχρού Πολέμου οι δίκες αυτές περιθωριοποιήθηκαν, η μνήμη τους περιορίστηκε ή ακόμη και εξαλείφθηκε. Πολλοί από τους καταδικασθέντες εντάχθηκαν ξανά στην κοινωνία, ενώ μερικοί αυτοπαρουσιάστηκαν ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι της κρατικής πολιτικής», αρνούμενοι τα εγκλήματά τους. Αυτή η επιλεκτική λήθη στέρησε από την ιαπωνική κοινωνία μια πλήρη κατανόηση των εγκλημάτων βάσης και αποδυνάμωσε την κατανόηση της καθολικότητας των εγκλημάτων πολέμου.
Από τη διαδρομή και τις συνέπειες του συστήματος αντιφασιστικών δικών προκύπτει ότι η νομική απόδοση ευθυνών, η πνευματική αυτοκριτική και η θεσμική οικοδόμηση είναι στενά συνδεδεμένες. Αν λείπει ένας διαρκής νομικός μηχανισμός, η αυτοκριτική μένει επιφανειακή· αν δεν υπάρχει εγγύηση θεσμών και εκπαίδευσης, η ιστορική μνήμη μπορεί να ξεχαστεί ή να διαστρεβλωθεί. Η Γερμανία, μέσα από τη συνεχή απόδοση ευθυνών, την αυτοκριτική και την οικοδόμηση θεσμών, ξανακέρδισε την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας· η Ιαπωνία, αντίθετα, παλινδρομεί στο ζήτημα της Ιστορίας, αφήνοντας βαθιές πληγές στην ανατολική Ασία και αντιμετωπίζοντας συνεχή αμφισβήτηση στη διεθνή σκηνή. Το πραγματικό νόημα της ιστορικής εκκαθάρισης δεν είναι να κουβαλά κανείς αιώνια το βάρος, αλλά να αποτρέψει την επανάληψη της τραγωδίας.
* Η συγγραφέας είναι ερευνήτρια στο Κέντρο Μελετών της Σκέψης του Σι Τζινπίνγκ για τον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά στη Νέα Εποχή, της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών
Η διπλή αφήγηση «θύτη» και «θύματος»
Η μνήμη του πολέμου στην Ιαπωνία χαρακτηρίζεται από βαθιά διάσπαση. Από τη μια πλευρά, η κοινή γνώμη των χωρών-θυμάτων και μέρος της ιαπωνικής διανόησης και κοινωνίας τονίζουν τον ρόλο της Ιαπωνίας ως εισβολέα, απαιτώντας την αναγνώριση γεγονότων όπως η Σφαγή της πόλης Ναντζίνγκ και οι «γυναίκες παρηγοριάς» (ή συνηθέστερα «γυναίκες εξαναγκασμένες σε σεξουαλική δουλεία» κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Από την άλλη, ένα άλλο τμήμα της ιαπωνικής κοινωνίας επιμένει στη «συνείδηση του θύματος», τοποθετώντας στο κέντρο της αφήγησης εμπειρίες όπως οι ατομικοί βομβαρδισμοί και οι αεροπορικές επιδρομές στο Τόκιο, προβάλλοντας την Ιαπωνία ως χώρα-θύμα. Αυτή η διπλή αφήγηση «θύτη» και «θύματος» δεν συγχωνεύτηκε ποτέ σε ένα ενιαίο σύνολο, αλλά παρέμεινε σε μακροχρόνια αντίθεση. Η διάσπαση αυτή όχι μόνο διαμόρφωσε την πολυπλοκότητα της μεταπολεμικής πολιτικής κουλτούρας της Ιαπωνίας, αλλά επηρέασε βαθιά και τις διεθνείς της σχέσεις και την εικόνα της χώρας.