Η αγοραστική δύναμη αποκαλύπτει ακριβότερες υπηρεσίες σε σύγκριση με την Ευρώπη
Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση των ονομαστικών τιμών στην κινητή τηλεφωνία, οι υπηρεσίες στην Ελλάδα παραμένουν ακριβότερες σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όταν ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της δεύτερης συγκριτικής ανάλυσης της ελληνικής αγοράς κινητών επικοινωνιών για το 2024, που πραγματοποίησε η ΕΕΤΤ σε συνεργασία με τη σουηδική εταιρεία Tefficient.
Η μελέτη συγκρίνει την Ελλάδα με 11 χώρες της Ευρωζώνης, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Κροατία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, τη Λιθουανία, την Ολλανδία, τη Σλοβενία και την Ισπανία, οι οποίες λειτουργούν στο ίδιο νόμισμα και υπό παρόμοιο ρυθμιστικό πλαίσιο. Παρότι οι τιμές στη χώρα μας εμφανίζουν πτωτική τάση τα τελευταία χρόνια, η σύγκριση με βάση το εισόδημα των πολιτών αλλάζει ουσιαστικά την εικόνα.
Κάτω από τη διάμεση τιμή στα χαρτιά, πάνω στην πράξη
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανάλυσης, το Μέσο Έσοδο ανά Χρήστη υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα ανήλθε το 2024 στα 12,7 ευρώ. Χωρίς προσαρμογή επιπέδων τιμών, το ποσό αυτό βρίσκεται κάτω από τη διάμεση τιμή των χωρών της έρευνας, η οποία διαμορφώνεται στα 15,2 ευρώ.
Ωστόσο, όταν το ARPU προσαρμοστεί με βάση την αγοραστική δύναμη και ληφθεί ως σημείο αναφοράς το ελληνικό επίπεδο τιμών, η διάμεση τιμή των υπόλοιπων χωρών μειώνεται στα 11,9 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, με όρους πραγματικού κόστους για τον καταναλωτή, οι υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα είναι ακριβότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το ίδιο μοτίβο αποτυπώνεται και στη χρήση δεδομένων. Τα συνολικά έσοδα ανά Gigabyte στην Ελλάδα είναι ελαφρώς υψηλότερα από τη διάμεση τιμή των χωρών σύγκρισης, γεγονός που υποδηλώνει ακριβότερη τιμολόγηση ανά μονάδα χρήσης. Παράλληλα, η χώρα καταγράφει τον μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης των εσόδων ανά GB την περίοδο 2019–2024, με ετήσιο σύνθετο ρυθμό πτώσης 33%.
Παρά τη βελτίωση αυτή, η πραγματική χρήση δεδομένων παραμένει χαμηλή. Το 2024 η μέση μηνιαία κατανάλωση ανά συνδρομητή στην Ελλάδα ανήλθε σε 12,5 GB, όταν στην Αυστρία, που καταγράφει την υψηλότερη χρήση, φτάνει τα 31,9 GB. Αν και η Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση χρήσης δεδομένων την περίοδο 2019–2024, κατά 51%, εξακολουθεί να απέχει σημαντικά από τα επίπεδα άλλων ευρωπαϊκών αγορών.
Αντίθετα, στην υπηρεσία ομιλίας η Ελλάδα καταγράφει την υψηλότερη χρήση μεταξύ των χωρών της ανάλυσης. Το 2024 η μέση μηνιαία χρήση έφτασε τα 288 λεπτά ανά συνδρομητή, με τη χώρα να εμφανίζει και τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Τα έσοδα από υπηρεσίες ομιλίας ανά λεπτό κινούνται κοντά στη διάμεση τιμή των χωρών σύγκρισης, ωστόσο παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πτωτική τάση, περίπου 8% στο εξεταζόμενο διάστημα. Το γεγονός ότι η ομιλία τιμολογείται κυρίως με σταθερά πακέτα οδηγεί το πραγματικό βάρος της σχέσης αξίας – τιμής στη χρήση δεδομένων, όπου η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί.
Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες συνδρομητές πληρώνουν ένα τυπικό μηνιαίο ποσό αντίστοιχο με άλλες χώρες, αλλά λαμβάνουν λιγότερα δεδομένα και κάνουν περισσότερη χρήση ομιλίας. Αυτό μεταφράζεται σε χαμηλότερη αξία για τα χρήματα που δαπανούν, ειδικά σε μια περίοδο όπου τα δεδομένα αποτελούν τον βασικό πυλώνα των σύγχρονων ψηφιακών υπηρεσιών.
Παρότι η ΕΕΤΤ σημειώνει ότι η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται πλέον στις πιο αδύναμες χώρες της Ευρώπης ως προς τη σχέση αξίας – τιμής και έχει απομακρυνθεί από αγορές όπως το Βέλγιο, η Γερμανία και η Ολλανδία, η πραγματικότητα για τον καταναλωτή παραμένει απαιτητική. Η χώρα ευθυγραμμίζεται περισσότερο με την Ισπανία και τη Γαλλία, ωστόσο οι τιμές εξακολουθούν να «πονούν» όταν συνεκτιμηθεί το διαθέσιμο εισόδημα.


