Ακόμη και με μηδενική ανάπτυξη, το Βερολίνο ενισχύει τους εργαζόμενους – Σε αντίθεση με τα «ψίχουλα» της ελληνικής κυβέρνησης
Σε μια περίοδο που η γερμανική οικονομία παραμένει στάσιμη, η κυβέρνηση του Βερολίνου προχωρά σε ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων.
Από την 1η Ιανουαρίου 2026, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται στα 13,90 ευρώ την ώρα, ενώ έναν χρόνο αργότερα θα ανέλθει στα 14,60 ευρώ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση της τελευταίας δεκαετίας, από την καθιέρωση του κατώτατου μισθού στη Γερμανία.
Η απόφαση εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο και βασίζεται στην εισήγηση της Επιτροπής Κατώτατου Μισθού, όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι εργοδοτών και εργαζομένων.
Ο σημερινός κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 12,82 ευρώ/ώρα, με την αύξηση να πραγματοποιείται σε δύο στάδια μέσα σε διάστημα δύο ετών.
Η ρύθμιση δεν απαιτεί κοινοβουλευτική ψήφιση, γεγονός που επιτρέπει την άμεση εφαρμογή της.
6,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι θα ωφεληθούν
Σύμφωνα με τη Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (DGB), η αύξηση αναμένεται να βελτιώσει τις αποδοχές περίπου 6,6 εκατομμυρίων εργαζομένων, κυρίως γυναικών και εργαζομένων στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου οι μισθοί παραμένουν χαμηλότεροι.
Η υπουργός Εργασίας, Μπέρμπελ Μπας (SPD), χαρακτήρισε την αύξηση «ιστορία επιτυχίας για εκατομμύρια εργατικούς ανθρώπους» και υπογράμμισε ότι επιτρέπει στις επιχειρήσεις «να κατανείμουν υπεύθυνα το πρόσθετο κόστος» σταδιακά.
Η κυβέρνηση εκτιμά το επιπλέον μισθολογικό κόστος σε 2,2 δισ. ευρώ για το 2025 και 3,4 δισ. ευρώ για το 2026.
Ψίχουλα η Κυβέρνηση Μητσοτάκη
Η επιλογή της γερμανικής κυβέρνησης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς γίνεται εν μέσω μηδενικής ανάπτυξης και αυξημένων δημοσιονομικών πιέσεων.
Αποδεικνύει ότι ακόμη και μια κυβέρνηση με φιλοεπιχειρηματικό προφίλ μπορεί να προχωρήσει σε γενναίες αυξήσεις μισθών, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης και της κοινωνικής συνοχής.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαφημίζει «ρεκόρ ανάπτυξης» και «άλμα επενδύσεων», οι εργαζόμενοι λαμβάνουν αυξήσεις-σταγόνες στον ωκεανό.
Με κατώτατο μισθό 880 ευρώ και εκρηκτικό κόστος ζωής, οι ελληνικές αυξήσεις δύσκολα αντισταθμίζουν την ακρίβεια στην ενέργεια, τα ενοίκια και τα βασικά αγαθά.
Η σύγκριση με τη Γερμανία αναδεικνύει το τεράστιο χάσμα πολιτικής βούλησης:
στην πρώτη, η κυβέρνηση επιλέγει να στηρίξει τους χαμηλόμισθους· στη δεύτερη, επιμένει σε επικοινωνιακές επιτυχίες, αφήνοντας πίσω τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων.
Όταν ακόμη και η πιο ισχυρή οικονομία της ΕΕ αυξάνει θεαματικά τον κατώτατο μισθό παρά το μηδενικό ΑΕΠ, τότε η ελληνική δικαιολογία περί «δημοσιονομικού χώρου» αποκαλύπτεται ως πολιτική επιλογή, όχι αναγκαιότητα.

