Ούτε ρήξη ούτε ειδύλλιο, αλλά μια ψυχρή αναγνώριση της ανάγκης συνεργασίας, υπό όρους, με τον Ερντογάν
Η πρώτη επίσκεψη του Φρίντριχ Μερτς στην Αγκυρα, την Τετάρτη και την Πέμπτη, σηματοδότησε μια νέα φάση στις σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία και, κατ’ επέκταση, στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
- Παρίσι, Μαρία Δεναξά
Φυσικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για ρήξη, ούτε για ειδύλλιο· περισσότερο για μια ψυχρή αναγνώριση της ανάγκης συνεργασίας, υπό όρους, με τον Ερντογάν. Μια ρεαλιστική, δηλαδή, προσαρμογή στις συγκυρίες, εν όψει των παγκόσμιων γεωπολιτικών προκλήσεων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα φαίνεται να παραμένει, για άλλη μια φορά, θεατής, όσο κι αν τα προσκείμενα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσα ενημέρωσης προσπαθούν να πείσουν πως η χώρα μας «κερδίζει» γεωπολιτικά έναντι της Αγκυρας μέσω της ενέργειας. Ο Μερτς, με ρητορική πιο ρεαλιστική από τους προκατόχους του, δήλωσε πως «η Ευρώπη πρέπει να οικοδομήσει μια βαθύτερη στρατηγική συνεργασία με την Τουρκία».
Μια δήλωση που μαρτυρά αλληλεξάρτηση και σηματοδοτεί μια νέα γερμανική ρεαλπολιτίκ, η οποία επιδιώκει να ξανανοίξει διαύλους συνεργασίας σε τρία κρίσιμα μέτωπα: την ασφάλεια, την οικονομία και τη μετανάστευση. Μάλιστα, ο Μερτς επανέλαβε τη στήριξη της Ε.Ε. «στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας», με τις γνωστές, βέβαια, προϋποθέσεις περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου, παρόλο που απέφυγε να αναφερθεί ονομαστικά στον Εκρέμ Ιμάμογλου.
Στο κοινό ανακοινωθέν με τον Ερντογάν αναδείχθηκαν δύο μεγάλες διαφωνίες. Στο θέμα της Γάζας, ο Ερντογάν επανέλαβε τις κατηγορίες περί γενοκτονίας από το Ισραήλ, ενώ ο Μερτς υπερασπίστηκε το Τελ Αβίβ, ζητώντας ωστόσο η Τουρκία να έχει ρόλο στην εφαρμογή της εκεχειρίας. Οσο για τις αιχμές Μερτς για την ανεξαρτησία της τουρκικής Δικαιοσύνης, ο Ερντογάν μίλησε για «σεβασμό στις αποφάσεις των τουρκικών δικαστηρίων».
Στρατηγική στροφή
Το αποτέλεσμα της επίσκεψης Μερτς στην Τουρκία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια στρατηγική στροφή του Βερολίνου, το οποίο φαίνεται πως επιχειρεί να εγκαταλείψει την «ηθική» εξωτερική πολιτική υπέρ μιας πολιτικής συμφερόντων. Σε ζητήματα ασφάλειας, μετανάστευσης αλλά και στις περιφερειακές κρίσεις, η Αγκυρα θεωρείται από Γερμανούς αξιωματούχους απαραίτητος εταίρος, χάρη στους διαύλους που διατηρεί με τη Μόσχα και το Κίεβο, καθώς και στη γεωγραφική της θέση στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι οικονομικοί και κοινωνικοί δεσμοί των δύο χωρών.
Την ίδια ώρα, η Αθήνα παρακολουθεί αμήχανη. Ενώ η ελληνική κυβέρνηση αντιτίθεται ρητά στη συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα SAFE, επικαλούμενη τις τουρκικές απειλές για τα θαλάσσια σύνορα, το Βερολίνο φαίνεται, για άλλη μια φορά, πως δεν τη λαμβάνει υπόψη του. Επενδύει στη διπλωματία ισχύος με οικονομικό πάντα υπόβαθρο και, παράλληλα, συναινεί στη στενότερη συνεργασία με την Τουρκία στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αμυντικού εφοδιασμού.
Η επίσκεψη Μερτς στην Τουρκία προηγήθηκε εκείνης στην Αθήνα. Ενας συμβολισμός που δεν πέρασε απαρατήρητος και πραγματοποιήθηκε λίγο μετά τη συμφωνία Τουρκίας – Ηνωμένου Βασιλείου για την αγορά 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon, με τη Γερμανία να αίρει το προηγούμενο βέτο της. Η αμερικανική δεξαμενή σκέψης Middle East Forum υποστηρίζει πως η πώληση αυτή συνιστά πλήγμα για την Ελλάδα και τη συνοχή του ΝΑΤΟ, καθώς αποκαθιστά το τουρκικό πλεονέκτημα και μπορεί να επαναφέρει τις παραβιάσεις στο Αιγαίο.
«Η μέχρι σήμερα ελληνική αποτροπή βασίστηκε στα Rafale· η κοινή εκπαίδευση Τούρκων και Καταρινών σε Rafale/Typhoon δίνει στην Αγκυρα άμεση εξοικείωση με τις επιδόσεις των Rafale και πιθανές αντενέργειες απέναντι σε ελληνικές διαδικασίες και τακτικές, αυξάνοντας τον κίνδυνο έντασης στο Αιγαίο και στην Κύπρο» αναφέρει η δεξαμενή σκέψης.
Γιατί η ρητορική Τραμπ «παίζει» με τα πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ
Τριάντα τρία χρόνια μετά την τελευταία πυρηνική δοκιμή των ΗΠΑ σε υπόγεια εγκατάσταση στη Νεβάδα, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι «διέταξε το υπουργείο Πολέμου να αρχίσει άμεσα πυρηνικές δοκιμές». Η δήλωση, που έγινε εν πτήσει προς την Ουάσινγκτον, μετά τη συνάντησή του με τον Σι Τζινπίνγκ στην Πουσάν, προκάλεσε περιορισμένης έκτασης διεθνή ανησυχία και λίγοι πιστεύουν ότι πρόκειται για πραγματική αλλαγή πολιτικής.
Στην ουσία, ο Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να χρησιμοποιεί το πυρηνικό χαρτί ως μέσο διαπραγμάτευσης, όπως στο εμπόριο. Aνεβάζει τους τόνους για να πιέσει αντιπάλους και συμμάχους. Αλλωστε, η Ρωσία και η Κίνα απάντησαν συγκρατημένα, υπενθυμίζοντας ότι «οι πραγματικές πυρηνικές δοκιμές» απαιτούν μήνες προετοιμασίας, κάτι που καθιστά απίθανη οποιαδήποτε κίνηση πριν από το τέλος της θητείας του Αμερικανού προέδρου.
Ηδη το Πεκίνο κάλεσε την Ουάσινγκτον «να σεβαστεί πλήρως» τη Συνθήκη Πλήρους Απαγόρευσης Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT), ενώ το Κρεμλίνο διευκρίνισε ότι τα πρόσφατα τεστ των οπλικών συστημάτων Poseidon και Bourevestnik «δεν ήταν πυρηνικές εκρήξεις». Η ρητορική, πάντως, του Τραμπ ικανοποιεί το «σκληροπυρηνικό» μπλοκ των συμβούλων του. Από χρόνια, στρατιωτικοί και αναλυτές που κινούνται γύρω από το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο ζητούν πιο «επιθετική αποτροπή» έναντι της Ρωσίας και της Κίνας. Πρώην αξιωματούχοι, όπως ο Ρόμπερτ Ο’Μπράιεν ή ο στρατηγός Ρόμπερτ Ασλεϊ, έχουν υποστηρίξει δημόσια ότι οι ΗΠΑ πρέπει να «επανεξετάσουν τη δέσμευσή τους» στον πυρηνικό αυτοπεριορισμό, καθώς «οι αντίπαλοί τους δεν παίζουν με τους ίδιους κανόνες».
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρθηκε μάλλον σε δοκιμές προσομοίωσης ή βαλλιστικών πυραύλων χωρίς πυρηνικές κεφαλές, που οι ΗΠΑ πραγματοποιούν ήδη. Η επιλογή του να αναφερθεί στο «υπουργείο Πολέμου» -όρος που έχει καταργηθεί από τη δεκαετία του 1940- ενισχύει την εντύπωση ότι πρόκειται για δήλωση προς εσωτερική κατανάλωση. Από την άλλη, για τον Τραμπ, η ρητορική αυτή λειτουργεί ως εργαλείο ψυχολογικού πολέμου. Στέλνει μήνυμα ισχύος προς τη Μόσχα, τη στιγμή που οι διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία έχουν παγώσει, και προς το Πεκίνο, μετά τη συνάντηση με τον Σι Τζιπίνγκ, που έδειξε πως οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται σε φάση αποκλιμάκωσης στο εμπόριο, αλλά όχι σε τροχιά εμπιστοσύνης.


