Η σεναριογράφος και σκηνοθέτρια, γνωστή στο πανελλήνιο για τις τεράστιες τηλεοπτικές επιτυχίες της, μιλά στο «Enjoy» για την ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα, τη χρησιμότητα της τέχνης και τον άνθρωπο που παλεύει να σταθεί όρθιος στον σύγχρονο κόσμο
Σε μια μικρή σκηνή, τρεις γυναίκες αφηγούνται ιστορίες που μοιάζουν προσωπικές, αλλά μας αφορούν όλους. Πίσω από αυτές τις φωνές, η Αννα Χατζησοφιά υφαίνει σκηνοθετικά ένα έργο για το τραύμα, τη δύναμη και το δικαίωμα να υπάρχουμε.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Το «Μονόκλινο σε μπουάτ», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Ολγας Στέφου, δεν είναι απλώς μια παράσταση – είναι ένας καθρέφτης της εποχής μας, ένας χώρος όπου το χιούμορ συνυπάρχει με το σκοτάδι και η ανθρώπινη ευαισθησία γίνεται πράξη αντίστασης.
Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στο κείμενο της Ολγας Στέφου και αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε το έργο «Μονόκλινο σε μπουάτ»;
Την Ολγα τη γνώρισα διαδικτυακά, στα social media, και κάποια στιγμή με κάλεσε να διαβάσω αποσπάσματα σε μια παρουσίαση που είχε κάνει όταν είχε βγει το βιβλίο της. Είχαμε πάει μαζί με την ηθοποιό Ελένη Φίλιππα, που παίζει και στην παράσταση, η οποία διάβασε επίσης. Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, ενώ διαβάζαμε, κοιταχτήκαμε και είπαμε: «Αυτό είναι για να ανέβει στο θέατρο!» Πέρα από τα τρομερά ενδιαφέροντα θέματα που πραγματεύεται, η γλώσσα του συγκεκριμένου αφηγήματος -διότι πρόκειται για νουβέλα, όχι για θεατρικό κείμενο- είναι τόσο θεατρική, τόσο άμεση και σύγχρονη, με μια υποδόρια ειρωνεία κι έναν αυτοσαρκασμό και χιούμορ για πολύ σκληρά πράγματα, που πραγματικά με εντυπωσίασε.

Πώς προσεγγίσατε σκηνοθετικά το ζήτημα των πολλαπλών τραυμάτων που πραγματεύεται το έργο, όπως η κακοποίηση, η ασθένεια, η ψυχική νόσος;
Το «Μονόκλινο σε μπουάτ» αφορά μια προσωπική ιστορία, η οποία όμως ταυτίζεται με τις ιστορίες πολλών άλλων ανθρώπων. Πέρα από την έμφυλη βία, που αφορά (δυστυχώς!) πάρα πολλές γυναίκες, τα θέματα της ψυχικής νόσου και του στιγματισμού από αυτήν, όπως επίσης τα θέματα αναπηρίας και η δύναμη που χρειάζεται για να τα αντιμετωπίσεις είναι πράγματα τα οποία, αν δεν έχουμε βιώσει όλοι, σίγουρα υπάρχουν δίπλα μας, τα βλέπουμε, τα ακούμε – παρότι συχνά τα αποσιωπούμε. Επειδή, λοιπόν, μιλάμε για πανανθρώπινα και διαχρονικά θέματα, σκέφτηκα να μοιράσω το κείμενο σε τρεις διαφορετικές γυναίκες τριών διαφορετικών ηλικιών: την Ιφιγένεια Καραμήτρου, που έχει τη φυσική ηλικία της ηρωίδας του βιβλίου, την Τζίνη Παπαδοπούλου και την Ελένη Φίλιππα, που είναι δύο γυναίκες μεγαλύτερες, οι οποίες συγχρόνως μπορεί να είναι η μητέρα ή η γιαγιά της ηρωίδας, αλλά να έχουν βιώσει και οι ίδιες κάποια πράγματα. Βλέποντας την παράσταση, δεν έχει καμία σημασία για σένα ως θεατή αν είναι το ίδιο άτομο, αν είναι τρεις γυναίκες που γνωρίζονται, αν είναι η μάνα, η κόρη, η γιαγιά ή αν είναι άγνωστες. Είναι απλώς τρεις άνθρωποι που βιώνουν αυτές τις καταστάσεις.
Δεν μιλάμε, όμως, για ένα γυναικείο έργο. Απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό, ανεξαρτήτως φύλου. Σωστά;
Βέβαια. Το θέμα της ψυχικής υγείας μάς αφορά όλους, το ίδιο και οι μηχανισμοί δύναμης που χρειάζεται να αναπτύξουμε για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις καταστάσεις. Επίσης, δεν είναι δυνατόν το 2025 να στιγματίζονται ακόμα τα άτομα που πάσχουν από ψυχική νόσο. Το έργο μιλά και για τη δυσκολία επιβίωσης των ανθρώπων με αναπηρία στις σύγχρονες πόλεις. Πρόσφατα, πέρασα από έναν δήμο όπου φτιαχνόταν ένα νέο πεζοδρόμιο και διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο να περάσει από εκεί αναπηρικό αμαξίδιο. Δεν σκεφτόμαστε αυτούς τους ανθρώπους. Εχει μια υπέροχη ατάκα το έργο, που λέει: «Εχετε σκεφτεί ότι στις τουαλέτες των μπαρ δεν μπορεί να φτάσει το αμαξίδιο;» Κανείς δεν το έχει σκεφτεί – και δεν είναι μόνο αυτό… Ακόμη και άνθρωποι με κινητικά προβλήματα που δεν κινούνται με αμαξίδιο είναι δύσκολο να πάνε στην τουαλέτα στα περισσότερα μαγαζιά. Μιλάμε δηλαδή για ζητήματα που θα ευχόμουν να μη μας απασχολούσαν, αλλά μας απασχολούν.
Οπως και να ‘χει, όμως, πρόκειται για μια παράσταση που μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα.
Ισχύει, γιατί είναι η γραφή της Ολγας Στέφου τέτοια, που ξορκίζει το τραγικό. Χωρίς όμως να το αποσιωπά, χωρίς να λέει μισόλογα, χωρίς να κρύβει τα σκληρά πράγματα. Ταυτόχρονα, είναι προφανώς και ο τρόπος που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις, ο τρόπος που θα έπρεπε να μπορούμε όλοι οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουμε σκληρές καταστάσεις.

Δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία στη σκηνή;
Θέλει ικανότητα, αυτό είναι σίγουρο. Στην παράστασή μας, όμως, παίζουν τρεις πολύ ικανές ηθοποιοί. Η Τζίνη Παπαδοπούλου και η Ελένη Φίλιππα έχουν τεράστια σκηνική εμπειρία, αλλά και η Ιφιγένεια Καραμήτρου, που είναι η βενιαμίν της παρέας, εντυπωσιάζει με τη θεατρική της δύναμη, το ταλέντο της και την αντίληψή της πάνω σε δύσκολες έννοιες. Γενικά, είχαμε τη μεγάλη τύχη σε αυτή τη δουλειά να είναι όλα τα μέλη του team πολύ ικανά και ταλαντούχα: η Λαμπρινή Καλδάρα επιμελήθηκε τα κοστούμια και το λιτό -πλην λειτουργικό- σκηνικό, ο Διονύσης Γαγάτσος έκανε τους φωτισμούς, ο εξαίρετος Σταύρος Καρτάκης έγραψε πρωτότυπη μουσική. Ολα αυτά συντελούν στο να αποδίδεται το βιβλίο όπως θέλαμε επί σκηνής, να αποδίδεται και ο λόγος της Ολγας Στέφου σε όλες του τις διαστάσεις.
Η φωνή σας ως δημιουργού έχει κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο. Πιστεύετε ότι η τέχνη «οφείλει» να είναι πολιτική;
Η τέχνη, όπως έχει πει και ο αείμνηστος Βασίλης Παπαβασιλείου, οφείλει μόνο να συγκινεί. Από εκεί και πέρα, εξ αντικειμένου θα πω τη γνωστή κοινοτοπία ότι όλα είναι πολιτικά. Τίποτα πιο πολιτικό από το προσωπικό, τίποτα πιο πολιτικό από το να μην παίρνεις θέση πολιτική. Η τέχνη, είτε παίρνοντας πολιτική θέση είτε μη παίρνοντας, είναι πολιτική. Η αισθητική είναι πολιτική, η ηθική είναι πολιτική. Είναι ο τρόπος που ζούμε, ο τρόπος που βιώνουμε, ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, είναι η κοσμοθεωρία μας, η οποία -θέλοντας και μη- θα βγει στο έργο μας.
Από τους χαρακτήρες που έχετε δημιουργήσει (ή σκηνοθετήσει), ποιος σας έχει μείνει πιο έντονα και γιατί;
Ο Μίμης Μεταξάς από το «Δεληγιάννειον Παρθεναγωγείον», που έπαιξε ο Χάρης Ρώμας. Και μου έχει μείνει πιο έντονα, γιατί συνδύαζε… βουνό και θάλασσα, την κωμωδία με το δράμα. Αυτό που χρειάζεται, αυτή την ισορροπία που λέγαμε πριν. Ηταν το δράμα ενός ανθρώπου που βίωνε έναν έρωτα τον οποίο δεν μπορούσε και δεν ήθελε να εκφράσει, γιατί δεν του το επέτρεπε η αντίληψή του για την ηθική. Συγχρόνως, ενώ ήταν ένας άνθρωπος αυστηρός και συντηρητικός, στο βάθος μέσα του ξέφευγε σε μια επανάσταση.

Εχετε αντιμετωπίσει ποτέ σχόλια ή συμπεριφορές που βασίζονται σε έμφυλα στερεότυπα στον χώρο σας ή και γενικά;
Τα πιο επικίνδυνα σεξιστικά στερεότυπα είναι αυτά που έχουμε ενσωματώσει εμείς οι γυναίκες. Χρειάζεται, μάλιστα, μεγάλος αγώνας για να τα συνειδητοποιήσουμε και να τα ξεπεράσουμε. Προσωπικά, μου πήρε καιρό να ξεπεράσω πολλά στερεότυπα. Από κει και πέρα, δεν νομίζω ότι υπάρχει γυναίκα που δεν έχει έρθει αντιμέτωπη με σεξιστική συμπεριφορά ή με κάποιας μορφής κακοποίηση, οπωσδήποτε με σεξουαλική παρενόχληση – δεν θεωρώ ότι υπάρχει γυναίκα που δεν έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά. Μπορεί απλώς να μην έχει δώσει σημασία ή να το έχει αντιμετωπίσει πιο εύκολα από κάποια άλλη. Ξέρετε, εμείς που ανήκουμε σε μια μεγαλύτερη γενιά είχαμε μάθει και λίγο από το σπίτι ότι «έτσι είναι τα πράγματα» και «να μη δίνουμε τόση σημασία». Οι νέες κοπέλες σήμερα είναι διαφορετικές, λειτουργούν αλλιώς, και κάνουν πάρα πολύ καλά.

Εκτός από την τέχνη, τι άλλο σάς δίνει δύναμη και έμπνευση στην καθημερινότητά σας;
Οι άνθρωποι που αγαπώ, οι φίλοι μου, οι συγγενείς μου και, βεβαίως, η πραγματικότητα. Το τι συμβαίνει, το τι είναι αυτό που βιώνουμε όλοι μας σήμερα, χθες, αύριο, δηλαδή η ζωή.
Info
«Μονόκλινο σε μπουάτ», της Ολγας Στέφου, θέατρο «Αλκμήνη» (σκηνή Intermedia), κάθε Κυριακή στις 21:00. Σκηνοθεσία: Αννα Χατζησοφιά. Ερμηνεύουν: Ελένη Φίλιππα, Τζίνη Παπαδοπούλου, Ιφιγένεια Καραμήτρου.


