Σε έκθεσή της ζητεί να πάψουν εξαιρέσεις που ισχύουν έως τώρα, γιατί ευνοούν τη φοροδιαφυγή
Το συνολικό βάρος των φοροαπαλλαγών, το υψηλό κενό ΦΠΑ και ο όγκος των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο αναδεικνύονται οι μεγαλύτερες πηγές δημοσιονομικής πίεσης για την Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση «Mind the Gap» της Κομισιόν.
Παρά τη βελτίωση που σημειώθηκε στη μείωση της φοροδιαφυγής και στον περιορισμό του κενού ΦΠΑ, η ανάγκη για έναν μόνιμο μηχανισμό αξιολόγησης των φορολογικών απαλλαγών θεωρείται πλέον κρίσιμη, καθώς το δημοσιονομικό κόστος τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η παραοικονομία παραμένει ιδιαίτερα εκτεταμένη, παρά τη σταδιακή μείωσή της. Για το 2022 εκτιμάται στο 21% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Στην έκθεση καταγράφονται 1.116 φοροαπαλλαγές για το 2023, οι οποίες κοστίζουν 18,82 δισ. ευρώ ή περίπου το 31% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις απαλλαγές και στους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ, για τους οποίους επισημαίνεται ότι συχνά καταλήγουν να έχουν «αντίστροφα προοδευτικό» χαρακτήρα, αφού τα προϊόντα που επωφελούνται δεν καταναλώνονται κυρίως από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Αν και οι φορολογικές ελαφρύνσεις στα φυσικά πρόσωπα συμβάλλουν στη μείωση των ανισοτήτων, το συνολικό πλήθος τους και η επίδρασή τους στα δημόσια οικονομικά καθιστούν αναγκαία την καθιέρωση συστήματος σταθερής επανεξέτασης της αποτελεσματικότητάς τους. Μόνο οι απαλλαγές που σχετίζονται με τον ΦΠΑ ανήλθαν σε 7 δισ. ευρώ το 2023.
Παράλληλα, το κενό ΦΠΑ μειώθηκε στα 3 δισ. ευρώ ή 11%, έναντι 12,4% το 2022, δείχνοντας πρόοδο στις προσπάθειες περιορισμού της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (9,5%). Εξίσου σημαντικό θεωρείται το VAT policy gap, δηλαδή οι απώλειες εσόδων που οφείλονται στις ίδιες τις πολιτικές επιλογές της χώρας ως προς τους συντελεστές και τις εξαιρέσεις ΦΠΑ. Για το 2023 το έλλειμμα αυτό ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ε.Ε., φτάνοντας το 57% των δυνητικών εσόδων που θα μπορούσαν να εισπραχθούν χωρίς εξαιρέσεις και μειωμένους συντελεστές.
Την ίδια στιγμή οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα και αποτελούν σταθερή πηγή ανησυχίας. Το 2023 αντιστοιχούσαν στο 159% των καθαρών εσόδων του Δημοσίου, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνά το 30,7%. Αν και οι εισπρακτέες οφειλές εμφανίζουν μικρή αποκλιμάκωση την περίοδο 2018-2023, συνεχίζουν να βρίσκονται σε πολύ υψηλά ποσοστά. Επιπλέον, η απουσία συνεργασίας μεταξύ φοροεισπρακτικών Αρχών και διαχειριστών αφερεγγυότητας δυσχεραίνει τη διαδικασία αποτελεσματικής είσπραξης ή διαγραφής χρεών, παρά τους υφιστάμενους περιορισμούς και προϋποθέσεις.


