Τι δείχνουν οι προβλέψεις της Κομισιόν για την ευρωπαϊκή και ελληνική αγορά την επόμενη δεκαετία
Σημάδια σταδιακής ανάκαμψης παρουσιάζει η παραγωγή ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο η κατανάλωση παραμένει υπό πίεση, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών των τελευταίων ετών. Αυτό προκύπτει από την τελευταία έκθεση της Κομισιόν «Προοπτικές για τη Γεωργία της ΕΕ», η οποία αποτυπώνει τις εκτιμήσεις για τις αγορές αγροτικών προϊόντων έως το 2035.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να ανακάμψει από τα χαμηλά επίπεδα των προηγούμενων ετών, κυρίως χάρη στη βελτίωση των αποδόσεων και τις διαρθρωτικές αλλαγές στις βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατανάλωση ενισχύεται σταδιακά, καθώς το ελαιόλαδο κερδίζει έδαφος ως βασικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής και ως πιο υγιεινή επιλογή σε νέες αγορές.
Πιέσεις στην Ελλάδα και την Ιταλία
Η εικόνα για την Ελλάδα εμφανίζεται πιο συγκρατημένη. Η Κομισιόν εκτιμά ότι η μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και των αποδόσεων ενδέχεται να οδηγήσει την ετήσια παραγωγή κάτω από τους 0,18 εκατομμύρια τόνους. Αντίστοιχα, στην Ιταλία προβλέπεται μέση ετήσια πτώση της παραγωγής κατά περίπου 3%.
Αντίθετα, η Ισπανία και η Πορτογαλία αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω τη θέση τους. Έως το 2035, η παραγωγή της Ισπανίας εκτιμάται ότι μπορεί να προσεγγίσει τα 1,8 εκατομμύρια τόνους ετησίως, ενώ της Πορτογαλίας τους 0,2 εκατομμύρια τόνους. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τη μετάβαση από παραδοσιακούς, μη αρδευόμενους ελαιώνες σε υπερεντατικά συστήματα καλλιέργειας με καλύτερη διαχείριση των υδατικών πόρων.
Κλιματικοί και διαρθρωτικοί κίνδυνοι
Η έκθεση επισημαίνει ότι η κλιματική αλλαγή, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η λειψυδρία και οι ασθένειες εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρούς παράγοντες κινδύνου για τον κλάδο. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη Xylella fastidiosa, η οποία παραμένει σημαντική απειλή για τους ελαιώνες σε ορισμένες περιοχές της ΕΕ.
Υποχώρηση της κατανάλωσης στις παραδοσιακές αγορές
Παρά τη θετική εικόνα του ελαιολάδου ως υγιεινού προϊόντος, οι αυξημένες τιμές έχουν περιορίσει την κατανάλωση, ιδίως στις παραδοσιακές ελαιοπαραγωγικές χώρες. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ισπανία εκτιμάται ότι θα μειώνεται κατά 0,6% ετησίως έως το 2035, ενώ σε Ιταλία, Ελλάδα και Γαλλία η ετήσια μείωση αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 0,5% και 1,3%.
Αντίθετα, στην Πορτογαλία προβλέπεται αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης, λόγω της αυξημένης παραγωγής και της πιθανής αποκλιμάκωσης των τιμών. Στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, η κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά, αν και από χαμηλή βάση, με την κατά κεφαλήν κατανάλωση να μπορεί να φτάσει τα 1,2 κιλά έως το 2035.
Ισχυρό το εμπόριο και οι εξαγωγές
Παρά τις πιέσεις στην κατανάλωση, οι εξαγωγές ελαιολάδου της ΕΕ εκτιμάται ότι θα παραμείνουν ισχυρές. Οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να ενισχυθούν κυρίως στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ενώ άλλα κράτη μέλη θα καλύπτουν τις ανάγκες τους μέσω αυξημένων εισαγωγών.
Συνολικά, η ΕΕ αναμένεται να διατηρήσει τον ρόλο της ως καθαρός εξαγωγέας ελαιολάδου έως το 2035, με τις καθαρές εξαγωγές να αυξάνονται κατά περίπου 6,1% την επόμενη δεκαετία. Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, η διαφοροποίηση των προϊόντων και οι στοχευμένες στρατηγικές προώθησης θεωρούνται καθοριστικές για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού ελαιολάδου στη διεθνή αγορά.


