Αναμονές και υποσχέσεις
Σε μια περίοδο που τα δημόσια νοσοκομεία ασφυκτιούν από ελλείψεις και οι εικόνες με ράντζα στους διαδρόμους έχουν γίνει μόνιμο φαινόμενο, οι δηλώσεις του Υφυπουργού Υγείας Μάριου Θεμιστοκλέους προκάλεσαν αντιδράσεις, τόσο εντός του υγειονομικού κόσμου όσο και στην κοινωνία.
Ο ίδιος επιχείρησε να παρουσιάσει μια εικόνα «βελτίωσης» του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ωστόσο η πραγματικότητα στα νοσοκομεία και η εμπειρία των πολιτών δείχνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
«Έχουν μειωθεί οι αναμονές»
«Η υγεία πέρασε από δύο πολύ μεγάλες κρίσεις. Πέρασε από την κρίση του Μνημονίου, ήρθε η κρίση της πανδημίας, συνεχόμενα αυτά μαζί, και έφερε μια πολύ μεγάλη δυσκολία στο σύστημα. Έχουν μειωθεί οι αναμονές. Οι αναμονές μειώνονται με περισσότερο προσωπικό. Με καλύτερη οργάνωση. Αυτά έχουν γίνει. Έχουμε πάρει περισσότερο προσωπικό στα τμήματα επείγοντων περιστατικών, ειδικά της Αττικής. Έχουν ενισχυθεί από γιατρούς, νοσηλευτικό προσωπικό, τραυματιοφορείς. Αυτή ήταν η μεγάλη αλλαγή», δήλωσε ο κ. Θεμιστοκλέους.
Ωστόσο, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία περιγράφουν μια διαφορετική πραγματικότητα: εξαντλημένο προσωπικό, συνεχείς παραιτήσεις, και κενά που καλύπτονται προσωρινά με επικουρικούς γιατρούς ή μετακινήσεις. Οι ασθενείς εξακολουθούν να περιμένουν ώρες στα ΤΕΠ, ενώ η «μείωση των αναμονών» μοιάζει περισσότερο με στατιστική εξομάλυνση παρά με ουσιαστική βελτίωση.
«Τα ράντζα έχουν φύγει» – εκτός από εκεί που δεν έχουν
Σε ερώτηση για το φαινόμενο των ράντζων, ο Υφυπουργός δήλωσε πως στα περισσότερα νοσοκομεία έχουν…εξαφανιστεί.
«Τα Ράντζα αυτή τη στιγμή έχουμε καταφέρει να έχουν φύγει από όλα τα νοσοκομεία εκτός από το Αττικό, το οποίο έχουμε σε μόνιμη βάση και σε κάποιες φάσεις βγαίνουν στο Λαϊκό ή στο Αλεξάνδρα. Είναι θέμα του μεγάλου όγκου των περιστατικών που δέχονται. Στον Ευαγγελισμό έχουν φύγει τα ράντζα που είχαμε πρόβλημα, και στο Αττικό θα εξαλειφθεί το πρόβλημα, σε περίπου 18 μήνες από σήμερα», ανέφερε, ωστόσο, η αναφορά σε «μόνιμα» ράντζα στο Αττικό Νοσοκομείο αποτυπώνει ακριβώς την παθογένεια του συστήματος: η εξαίρεση έχει γίνει κανόνας.
Ενώ στα χαρτιά τα ράντζα «έχουν φύγει», στην πράξη οι διάδρομοι παραμένουν γεμάτοι με φορεία, ασθενείς και συγγενείς που περιμένουν για ώρες, αν όχι ημέρες, μέχρι να βρεθεί διαθέσιμη κλίνη.
Οι δεσμεύσεις για εξάλειψη του φαινομένου «σε περίπου 18 μήνες» θυμίζουν τις διαρκώς μετατιθέμενες προθεσμίες άλλων κυβερνητικών έργων. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι τεχνικό, αλλά συστημικό: αφορά στις ελλείψεις προσωπικού, τις υποδομές και τον δυσανάλογο φόρτο που δέχονται τα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής.
Νέο κτήριο για τους γιατρούς – «απελευθέρωση» 70 κλινών
Ο κ. Θεμιστοκλέους πρόσθεσε πως χτίζεται ένα καινούργιο κτήριο, προκειμένου να… λυθεί το πρόβλημα. «Εκεί θα κοιμούνται οι εφημερεύοντες γιατροί. Αυτή τη στιγμή οι εφημερεύοντες γιατροί χρησιμοποιούν κλίνες, που θα μπορούσαν να είναι για ασθενείς για το βράδυ. Οι εφημερεύοντες γιατροί θα πάνε σε άλλο κτήριο και θα απελευθερωθούν γύρω στις 70 κλίνες. Και έχουμε και την ενίσχυση από το πρώην Λοιμωδών, στην Αγία Βαρβάρα», επεσήμανε, εγείροντας εύλογα ερωτήματα.
Μπορεί η μεταφορά των γιατρών σε νέο κτήριο να θεωρηθεί ουσιαστική «λύση» για τη νοσοκομειακή πίεση; Η απελευθέρωση 70 κλινών είναι θετική, αλλά σε ένα σύστημα που δέχεται δεκάδες χιλιάδες περιστατικά τον μήνα, η επίδραση παραμένει περιορισμένη. Η εικόνα ενός ΕΣΥ που χρειάζεται «να βάλει τους γιατρούς να κοιμούνται αλλού για να βρει κρεβάτια» δείχνει πόσο οριακά λειτουργεί η δημόσια περίθαλψη.
Το 1566 και η «σύγκριση με την Ευρώπη»
Αναφερόμενος στις καθυστερήσεις στα ραντεβού και στο τηλεφωνικό κέντρο του ΕΟΠΥΥ, ο Υφυπουργός σημείωσε: «Η χώρα μας καταφέρνει να βρίσκεται καλύτερα από άλλες ευρωπαϊκές ομάδες».
Η φράση αυτή, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με τα συνεχή παράπονα πολιτών για πολύωρες αναμονές στη γραμμή 1566 και την έλλειψη διαθέσιμων ραντεβού. Χιλιάδες πολίτες καταγγέλλουν ότι χρειάζονται εβδομάδες για να εξυπηρετηθούν ή αναγκάζονται να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα. Οι συγκρίσεις με «χειρότερες ευρωπαϊκές χώρες» δεν καθησυχάζουν, αντιθέτως υπογραμμίζουν τη χαμηλή φιλοδοξία της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της δημόσιας υγείας.