Αντιπαράθεση για τις αποστολές φακέλων, αποχώρηση της αντιπολίτευσης και νέα ερωτήματα για ευθύνες Μάκη Βορίδη και Φάνη Παπά
Η εξεταστική επιτροπή της Βουλής, που διερευνά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις αμαρτωλές επιδοτήσεις, επιχειρεί να διασώσει το κύρος της στέλνοντας στη Δικαιοσύνη τις καταθέσεις των μαρτύρων που εμφανίζονται να έχουν κερδίσει επανειλημμένα λαχεία.
Στόχος είναι να διαπιστωθεί αν τα κέρδη αυτά προήλθαν από νόμιμες διαδικασίες. Παράλληλα, οι φάκελοι παραπέμπονται και στο ΣΔΟΕ ώστε να διαπιστωθεί εάν έχουν γίνει φορολογικοί έλεγχοι και ποια ήταν τα αποτελέσματά τους.
Η απόφαση ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά τα κόμματα της αντιπολίτευσης αποχώρησαν καταγγέλλοντας προσχηματική διαδικασία. Θεώρησαν απαράδεκτο ότι η απόφαση λήφθηκε πριν καταθέσει ο κ. Μαγειρίας, τον οποίο έχει κατονομάσει η σύντροφός του Πόπη Σεμερτζίδου ως «τυχερό» των λαχείων. Οι αντιδράσεις ήταν έντονες, με τον Βασίλη Κόκκαλη του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει λόγο για «ξεφτίλισμα της διαδικασίας». Αντίστοιχα, η Διαμάντω Μανωλάκου του ΚΚΕ μίλησε για «μορφές συγκάλυψης της βρωμιάς και της δυσωδίας».
Εν μέσω αυτής της έντασης, η ΝΔ με την πλειοψηφία της πέτυχε να σταλεί στη Δικαιοσύνη και ο φάκελος του κ. Αντωνόπουλου, πρώην στελέχους του ΠΑΣΟΚ, με το ερώτημα της ψευδομαρτυρίας. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση της Μιλένας Αποστολάκη, η οποία ζήτησε να παραπεμφθούν και οι Μάκης Βορίδης και Φάνης Παπάς. Επικαλέστηκε τις αντιφάσεις στις μαρτυρίες τους και τις αναφορές ότι ο κ. Βορίδης παρέμενε «πρόσωπο αναφοράς» για τον αγροτικό κόσμο, ενώ ο κ. Παπάς φέρεται να είχε γνώση και συμμετοχή σε ακυρώσεις ελέγχων. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό.
Στο μεταξύ, στην επιτροπή άνοιξε πολύωρη συζήτηση για το αίτημα της Δέσποινας Μαρκοπούλου της ΣΟΛ ΑΕ, που είχε διενεργήσει ελέγχους στον ΟΠΕΚΕΠΕ την περίοδο 2021 έως 2023, να μην καταθέσει δημόσια. Η επιτροπή απέρριψε ομόφωνα το αίτημά της και η μάρτυρας κατέθεσε κανονικά, αν και, όπως παρατήρησαν βουλευτές, δεν φώτισε ουσιαστικά την υπόθεση.
Η κ. Μαρκοπούλου επιβεβαίωσε ότι οι έλεγχοι ανέδειξαν ευρήματα σχετικά με τα κριτήρια διαπίστευσης του Οργανισμού, καθώς και τη λάθος πληρωμή των 52 εκατ. ευρώ. Παραδέχθηκε επίσης ότι υπήρξαν πληρωμές χωρίς επαρκείς ελέγχους και σοβαρές καθυστερήσεις στη διαβίβαση στοιχείων.
Όπως ανέφερε, οι αλλαγές διοικήσεων ήταν συνεχείς και έβλαψαν την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού έργου. Τόνισε ότι «δεν είναι σύνηθες να αλλάζει κάθε χρόνο πρόεδρος και διοίκηση» και ότι αυτή η αστάθεια δεν βοήθησε την ολοκλήρωση των απαραίτητων ελέγχων.