Εφιάλτης για τον πρωθυπουργό τα σκάνδαλα που τον ακουμπάνε. Στο Μαξίμου τρέχουν να καταρτίσουν τη «λίστα» για την επόμενη ηγεσία του Αρείου Πάγου
- Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Αν και θεωρητικά μεσολαβούν αρκετοί μήνες ακόμη, ο πολιτικός χρόνος πιέζει ασφυκτικά πλέον τον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», έδωσε εντολή να αρχίσει άμεσα η αναζήτηση «βολικής» επόμενης ηγεσίας της Δικαιοσύνης με τουλάχιστον τριετή θητεία, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει, όπως επιδιώκει, ως ασπίδα για τα μεγάλα σκάνδαλα που τον αγγίζουν και προσωπικά. Γι’ αυτό και λέγεται χαρακτηριστικά ότι «εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, εθνικές κάλπες δεν πρόκειται να στηθούν με πρωτοβουλία Μητσοτάκη πριν από τον ερχόμενο Ιούνιο».
Ο πρωθυπουργός μπορεί να επιχαίρει ότι δεν έχει αντίπαλο που να απειλεί αυτή τη στιγμή την παραμονή του στην εξουσία, αλλά πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μεγάρου Μαξίμου η εικόνα είναι διαφορετική. Καθώς οι υποθέσεις σκανδάλων διαδέχονται η μία την άλλη -από τις υποκλοπές έως τον ΟΠΕΚΕΠΕ και από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης μέχρι τις απευθείας αναθέσεις δισεκατομμυρίων- στον πρωθυπουργικό περίγυρο έχει αρχίσει να απλώνεται ανησυχία για την «επόμενη ημέρα», όταν δηλαδή θα σταματήσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η πλήρης κυριαρχία επί των θεσμών.
Οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις «ακουμπούν» το Μέγαρο Μαξίμου, με τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη να ισχυρίζεται, κάθε φορά που σφίγγει ο κλοιός, ότι «δεν γνώριζε». Ωστόσο, είναι σαφές ότι το επιχείρημα αυτό δύσκολα θα μπορεί να επαναληφθεί ανέξοδα, όταν δεν θα είναι πρωθυπουργός και δεν θα έχει υπό τον έλεγχό του τα πάντα, όπως σήμερα.
Από χρονικής πλευράς θεωρείται πρόωρο, αλλά στο παρασκήνιο οι διεργασίες έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση και η πρώτη άτυπη «λίστα» έχει καταρτιστεί, με στόχο η επόμενη ηγεσία του Αρείου Πάγου -με χρονικό ορίζοντα μιας τριετίας- να παραμείνει στις θέσεις της οπωσδήποτε έως τα μέσα του 2029, ανεξάρτητα από τις όποιες κυβερνητικές μεταβολές μεσολαβήσουν και τις άλλες τυχόν παρενέργειες.
Οπως είναι γνωστό, τον Ιούνιο του 2026 συνταξιοδοτούνται λόγω ορίου ηλικίας τόσο η νυν πρόεδρος του Αρείου Πάγου Αναστασία Παπαδοπούλου όσο και ο εισαγγελέας Κωνσταντίνος Τζαβέλας. Αμφότεροι είχαν επιλεγεί από το υπουργικό συμβούλιο μόλις πριν από ένα εξάμηνο, ενώ ήταν ήδη γνωστό ότι η θητεία τους θα ήταν περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Εκ των πραγμάτων λοιπόν θεωρούνταν από την αρχή «μεταβατικοί».
Και η επιλογή με αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει, δεν έγινε τυχαία, ώστε να είναι ανοιχτό το πεδίο της διαδοχής πριν από τις επόμενες εκλογές. Ως προς αυτό μάλιστα οι ίδιες πηγές σημειώνουν με νόημα ότι το υπουργικό συμβούλιο επέλεξε για τη θέση της προέδρου την κυρία Παπαδοπούλου, αν και στην προεπιλογή που είχε διεξαχθεί την περασμένη άνοιξη στη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρώτη σε ψήφους ήταν η έτερη αντιπρόεδρος Αλεξάνδρα Αποστολάκη, η οποία είχε μπροστά της μία διετία, με χρονιά αποχώρησης από το δικαστικό σώμα το 2027.
Ο σχεδιασμός αυτός από πρωθυπουργικής πλευράς συνδέεται με το γεγονός ότι ούτως ή άλλως το 2026 θα είναι μια χρονιά προεκλογική, ακόμη κι αν δεν διεξαχθούν εκλογές. Μολονότι κυκλοφορούν σενάρια και για κάλπες την άνοιξη, ο κ. Μητσοτάκης φέρεται αποφασισμένος να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να μείνει στο Μέγαρο Μαξίμου τουλάχιστον έως τις αρχές του καλοκαιριού, ώστε οι νέοι επικεφαλής της Δικαιοσύνης να επιλεγούν και να αναλάβουν τα καθήκοντά τους μέσα στον κύκλο της σημερινής κυβέρνησης. Ετσι, ακόμη και στην περίπτωση που οι εκλογές γίνουν την άνοιξη του 2027, όπως δηλώνει επισήμως ο ίδιος, η επιλογή αυτή θα έχει ήδη εξασφαλιστεί από την παρούσα και όχι από την επόμενη κυβέρνηση.
Αγώνας επιβίωσης στο παρασκήνιο
Η σχετική βιασύνη και το άγχος στο κυβερνητικό επιτελείο για ένα «δίχτυ ασφαλείας» στον χώρο της Δικαιοσύνης μεγαλώνουν, διότι όλα αυτά σημειώνονται υπό τη σκιά των διεργασιών που αφορούν το πολιτικό τοπίο της επόμενης μέρας, το οποίο, παρά την ασκούμενη προπαγάνδα, παραμένει αβέβαιο. Είναι ήδη κοινό μυστικό στους διαδρόμους της εξουσίας ότι ένας από τους βασικούς λόγους που ο κ. Μητσοτάκης παραμένει γαντζωμένος στην καρέκλα, μολονότι καταρρέουν τα πάντα γύρω του, είναι προκειμένου να διαπραγματευτεί την παντός είδους -τόσο εκτός όσο και εντός Ν.Δ.- ασυλία του. Στο πλαίσιο αυτού του ανομολόγητου σχεδιασμού σωτηρίας, δίνει και τον υπέρ πάντων αγώνα, ώστε να αποσπάσει τουλάχιστον ένα ποσοστό άνω του 25%, που θα του επιτρέπει να διατηρήσει την ηγεσία της Ν.Δ. και ταυτόχρονα να έχει ρυθμιστικό (και εντέλει διαπραγματευτικό) ρόλο στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Τα σενάρια για κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» και η κοινωνική δυσαρέσκεια για τη διαφθορά
Από την άλλη πλευρά, όμως, όσο παρατείνεται η σημερινή κατάσταση τόσο μεγαλώνει η κοινωνική οργή και ενισχύεται το αίτημα να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι των σκανδάλων και να μπει βαθιά «το μαχαίρι στο κόκκαλο» της διαφθοράς, που έχει μετατραπεί σε γάγγραινα για τον δημόσιο βίο και ολόκληρη τη χώρα. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία, που αγγίζει ποσοστά 80% από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, υιοθετεί τη λεγόμενη «τιμωρητική ψήφο» εν όψει των επόμενων εκλογών. Γι’ αυτό παραμένει ανοιχτό και το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης «ειδικού σκοπού», με κύριο αντικείμενο τη διερεύνηση των σκανδάλων που μέχρι σήμερα συγκαλύπτονται.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια για τη διαφθορά καταγράφεται και επισήμως ευρύτατη. Πρόσφατη δημοσκόπηση της Kapa Research για λογαριασμό του Ιδρύματος «Χάινριχ Μπελ» δείχνει μάλιστα ότι το 97% θεωρεί τη διαφθορά πολύ ή αρκετά διαδεδομένη, ενώ το 43% αναφέρει ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει βιώσει ή έχει γίνει μάρτυρας κάποιας υπόθεσης διαφθοράς.
Στους τομείς που εντοπίζουν οι πολίτες τα πιο σοβαρά προβλήματα διαφθοράς, πρώτη με μεγάλη διαφορά είναι η εκμετάλλευση εθνικών ή ευρωπαϊκών πόρων για προσωπικό όφελος (59%), γεγονός που επιβεβαιώνει την επίδραση υποθέσεων όπως αυτή του ΟΠΕΚΕΠΕ. Στη δεύτερη θέση ισοβαθμούν η διαφθορά στη Δικαιοσύνη και η δωροδοκία σε δημόσιες υπηρεσίες (39%), ενώ ακολουθούν η δωροδοκία σε πολιτικούς (37%), η διαφθορά στα μέσα ενημέρωσης (35%) και οι πολιτικές παρεμβάσεις για ευνοϊκή μεταχείριση (31%). Μόλις το 3% των πολιτών αισθάνεται ότι υπάρχει αποτελεσματική Δικαιοσύνη. Σε άλλες έρευνες, στην ερώτηση «ποιες λέξεις χαρακτηρίζουν καλύτερα την κυβέρνηση», οι πολίτες απαντούν «συγκάλυψη 74%», το 67% πιστεύει ότι η διαφθορά έχει αυξηθεί, ενώ το 71% αξιολογεί αρνητικά τη Δικαιοσύνη. Αντίθετα, το 61% εμπιστεύεται την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Ολα αυτά αποτυπώνονται ενώ ταυτόχρονα ο δείκτης για «αλλαγή κυβέρνησης» σε κάθε δημοσκόπηση υπερβαίνει σημαντικά πλέον τα ποσοστά πρόθεσης ψήφου για το κυβερνών κόμμα.