Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε για άλλη μια φορά να ρίξει την μπάλα στην εξέδρα, αποφεύγοντας να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη για την αδιέξοδη κατάσταση στον αγροτικό τομέα.
Στο συνέδριο «Υγεία πάνω απ’ όλα», η «καρότο και μαστίγιο» τακτική του Κυριάκου Μητσοτάκη ήρθε ξανά στο προσκήνιο: οι λύσεις, λέει, θα δοθούν εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, συνοδευόμενες από τη φράση του: «Δεν πρόκειται να τάξουμε χρήματα που δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε και μετά να μας τα ζητάει η Ευρώπη πίσω».
Τώρα ξαφνικά θυμήθηκε τη νομιμότητα, αφού πρώτα οι αετονύχιδες κατασπάραξαν τις αγροτικές επιδοτήσεις. Για μία ακόμη φορά, φορτώνει στο παρελθόν τα λάθη του σήμερα, αφήνοντας αιχμές κατά προηγούμενων κυβερνήσεων. Με λίγα λόγια, ούτε ο ίδιος ούτε οι υπουργοί του φταίνε για το χάος που προκάλεσε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ή για τις καθυστερήσεις στις πληρωμές των αγροτών.
Η φράση του «δεν πρόκειται να τάξουμε χρήματα που δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε» δεν είναι παρά κυνική ομολογία: η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να λύσει τα προβλήματα, αλλά να αποφύγει την πλήρως αποκατάσταση της ζημιάς που έχουν υποστεί οι έντιμοι αγρότες και κτηνοτρόφοι, οι οποίοι βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού.
Και ενώ η «ανοιχτή πόρτα» του διαλόγου ακούγεται ευγενική, η προειδοποίηση ότι οι «ακραίες κινητοποιήσεις» θα γυρίσουν την κοινωνία εναντίον των αγροτών δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκφοβισμός. Ο κ. Μητσοτάκης μετατρέπει τα δίκαια αιτήματα σε πρόβλημα των ίδιων των αγροτών, αρνούμενος να αναγνωρίσει τη δική του πολιτική ευθύνη.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν ζητά συνεννόηση από τους αγρότες, ζητάει συμμόρφωση. Τα αιτήματα των αγροτών γίνονται «τυφλές διαμαρτυρίες», οι καθυστερήσεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ «αναγκαιότητα», και η ευθύνη για όλο το χάος μετατίθεται στους ίδιους τους παραγωγούς. Στο τέλος, όσα λέγονται για μεταρρύθμιση ή διάλογο μοιάζουν με φτηνές δικαιολογίες για να καλύψουν την επικίνδυνη ανικανότητα και την αδιαφορία της κυβέρνησης.