Στην πρόσφατη εμφάνισή της στη Σκάλα του Μιλάνου, το απαιτητικό κοινό του ιταλικού θεάτρου την επιβράβευσε με ένα χειροκρότημα διαρκείας που την έκανε να δακρύσει. Το όνομά της, άλλωστε, στους κύκλους της όπερας είναι λίγο έως πολύ γνωστό. Και αυτό διότι η Βασιλική Καραγιάννη, η διακεκριμένη σοπράνο, έχει αποδείξει με τις εμφανίσεις της στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης ότι διαθέτει όλα τα εφόδια για μια λαμπρή διεθνή καριέρα.
Γεννημένη στο Ρίο της Πάτρας, σε έναν κόσμο από νότες και μαθήματα σολφέζ, η Βασιλική ξεκίνησε τις σπουδές της στο τραγούδι σε ηλικία μόλις 14 ετών. «Ο πατέρας μου έπαιζε φυσαρμόνικα και κιθάρα, επομένως και εγώ άρχισα από πολύ μικρή να παίζω διάφορα μουσικά όργανα» είπε στη «δημοκρατία» η γνωστή σοπράνο. Διπλωματούχος πιάνου και ακορντεόν, στράφηκε γρήγορα στο τραγούδι, στον τομέα όπου οι δάσκαλοί της στο ωδείο διέκριναν ότι είχε μεγάλο ταλέντο.
«Θυμάμαι το άγχος που είχα στις πρώτες συναυλίες μου όταν εμφανίστηκα επάνω στη σκηνή. Σε ηλικία 18 ετών είχα ήδη συμμετάσχει σε μια όπερα η οποία ανέβηκε στην Κέρκυρα. Επρόκειτο για το έργο του Σπύρου Σαμάρα «Μάρτυς» μας είπε η ίδια.
Το πλούσιο βιογραφικό της περιλαμβάνει εμφανίσεις σε θέατρα της Λισαβόνας, της Νάπολης, τη Ρώμης, του Λονδίνου αλλά και του Μονάχου και του Βερολίνου. Ομως η πρόσφατη εμφάνισή της στην περίφημη Σκάλα του Μιλάνου ήταν εκείνη για την οποία θα μιλάει για πολλά χρόνια ακόμη. «Ερμήνευσα την Ολυμπία στα “Παραμύθια του Χόφμαν” πριν από περίπου δύο μήνες. Ηταν η πρώτη φορά που βρέθηκα σε αυτό το μεγάλο θέατρο και η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ άγχος. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ήταν το θέατρο στο οποίο βρισκόταν η Μαρία Κάλλας επί μια δεκαετία» δήλωσε η κυρία Καραγιάννη. «Το κοινό της Σκάλας είναι το πιο απαιτητικό της υφηλίου. Αν δεν τους αρέσει κάτι, τότε στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν χειροκροτούν, ενώ στη χειρότερη το γιουχάρουν. Στο δικό μου κομμάτι, όταν ερμήνευσα την άρια, χειροκρότησαν τέσσερα ολόκληρα λεπτά. Συγκινήθηκα».
Εχοντας ως ορμητήριό της την Ελλάδα, η διάσημη σοπράνο γυρνάει τον κόσμο δίνοντας συναυλίες και συμμετέχοντας σε παραστάσεις στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης. Οπως εξηγεί και η ίδια, άλλωστε, το δίλημμα να μείνει στη γενέτειρά της ή να μετακομίσει στο εξωτερικό -όπως έχουν κάνει άλλοι συνάδελφοί της- δεν υπήρξε ποτέ. «Το σπίτι μου είναι εδώ. Το ίδιο και η οικογένειά μου. Δεν σκέφτηκα να φύγω. Ακόμη και τώρα που η πατρίδα μας αντιμετωπίζει τα δύσκολα, δεν το έχω σκεφτεί σοβαρά. Δεν θέλω να αφήσω τη χώρα μου αμαχητί στα χέρια ξένων. Θα πρέπει όλοι να παλέψουμε για να την κρατήσουμε ζωντανή» εξηγεί η κυρία Καραγιάννη, η οποία από το 1996 συνεργάζεται με την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Την περασμένη εβδομάδα, μάλιστα, η διακεκριμένη σοπράνο συμμετείχε σε ένα κονσέρτο που δόθηκε από την καμεράτα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, παρουσιάζοντας έργα του Μότσαρτ. Μάλιστα, η ίδια ερμήνευσε με την υπέροχη φωνή της την περίφημη άρια «Popoli di Tessaglia», η οποία περιλαμβάνει τις ψηλότερες νότες που γράφτηκαν ποτέ για την ανθρώπινη φωνή! «Είναι μια άρια αρκετά δύσκολη και απαιτητική. Γι’ αυτό, άλλωστε, έχει συμπεριληφθεί και στο βιβλίο Γκίνες» είπε η κυρία Καραγιάννη.
Οσο για το αν η κρίση έχει επηρεάσει και τον δικό της χώρο; «Τα κασέ πλέον είναι πολύ πιο χαμηλά σήμερα απ’ ό,τι παλιότερα και φυσικά οι συναυλίες είναι πολύ λιγότερες έως και εξαφανισμένες. Εκείνο που, ωστόσο, μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι ο κόσμος, παρά τα λιγοστά πολιτιστικά γεγονότα, ανταποκρίνεται καλύτερα. Ετσι, βλέπουμε ότι λιγοστές παραστάσεις πάνε πολύ καλά εισπρακτικά. Το κοινό έχει ανάγκη τον πολιτισμό, γιατί με αυτόν τον τρόπο ξεχνάει»
Η Λυρική Σκηνή
Τον Μάιο -από τις 16 έως τις 20 του μηνός- η σοπράνο Βασιλική Καραγιάννη θα εμφανιστεί και πάλι με τον ρόλο της Αντίνας στη μεγάλη θεατρική παραγωγή της ΕΛΣ, το «Ελιξίριο του έρωτα», ενώ παίζει και στην οπερέτα του Φραντς Λέχαρ «Εύθυμη χήρα», η οποία ολοκληρώνει τις παραστάσεις της. «Το ελιξίριο του έρωτα», που φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Σταμάτη Φασουλή, λόγω επιτυχίας θα επαναληφθεί. Βέβαια, έως τότε εγώ έχω προγραμματίσει να κάνω κάποιες εμφανίσεις σε Ιταλία και Γερμανία, χωρίς ακόμη να μπορώ να πω σε ποια θέατρα».
Γιώτα Βαζούρα