Η νεοσύστατη αλλά πολλά υποσχόμενη, ελληνική (με διεθνή προσανατολισμό) MELTING RECORDS επενδύει σε καινούριες παραγωγές γραμμένες στους «αθάνατους» δίσκους
{Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»}
«Το βινίλιο επιστρέφει», «Η νέα παλιά μανία των μουσικόφιλων», «Βινύλιο: Επιστροφή στις ρίζες»… Η λίστα με τους πιθανούς, βαρύγδουπους και συνήθως συναισθηματικούς τίτλους για ένα αφιέρωμα στους δίσκους βινιλίου και τη δυναμική επανεμφάνισή (;) τους είναι ατελείωτη και σελίδες επί σελίδων έχουν αφιερωθεί σε «αναλύσεις», για μια επιστροφή που επί της ουσίας δεν έγινε ποτέ. Ο λόγος απλός: το βινίλιο ήταν, είναι και θα είναι εδώ. Ποτέ δεν έφυγε, ποτέ δεν σταμάτησε να παράγεται και, κυρίως, ποτέ δεν σταμάτησε να ακούγεται.
Στις 21 Ιουνίου 1948 η Columbia Records ακουμπά τη βελόνα στον πρώτο δίσκο βινιλίου μεγάλης διάρκειας και δεν είναι τυχαίο που η 21η Ιουνίου επιλέγεται πολύ αργότερα για να καθιερωθεί ως παγκόσμια ημέρα της μουσικής. Εκτοτε, οι μετοχές του βινιλίου γνώρισαν άνοδο και πτώση, ωστόσο θα ήταν φρονιμότερο -όπως άλλωστε συμφωνούν και οι καθ’ ύλην αρμόδιοι- να πούμε ότι η άνθηση της εποχής θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο ως δεύτερη εφηβεία, παρά ως επιστροφή από τα τάρταρα. Και μπορεί στον ευρωπαϊκό Βορρά, στους πλακόστρωτους πεζοδρόμους του Λονδίνου ή στα καβατζωμένα στενά του Βερολίνου η (δεύτερη) εφηβεία να έχει ήδη δώσει τη θέση της στη (δεύτερη) νιότη, στα στέκια της Αθήνας, όμως, κατά τα ελληνικά ειωθότα…, το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Παρ’ όλα αυτά γίνεται, έστω και με αργούς ρυθμούς. Αδιάψευστος μάρτυρας είναι οι πληροφορίες που φτάνουν για νέες δισκογραφικές με φρέσκες παραγωγές ή νέα δισκάδικα που δειλά δειλά ξεφυτρώνουν σε μικρούς χώρους του κέντρου.
Στην πρώτη κατηγορία υπάγεται και η νεοσύστατη, πολλά υποσχόμενη, ελληνική αλλά με διεθνή προσανατολισμό Melting Records. «Πρόκειται για μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία που ξεκίνησε τη διαδρομή της στις αρχές του 2014. Η βασική ιδέα για τη δημιουργία της πιστώνεται στον Βασίλη Φωτεινό, που δραστηριοποιείται καιρό στον χώρο της μουσικής και πραγματοποιεί έτσι ένα όνειρο ετών» εξηγεί στη «δημοκρατία» ο 28χρονος Ανδρέας Παλλίδης, διδακτορικός φοιτητής Βιοτεχνολογίας στη Γάνδη του Βελγίου και εκ των πρωτεργατών του φιλόδοξου project, το οποίο, παρότι «γεννήθηκε» στην Αθήνα, ξεπέρασε αμέσως τα ελληνικά όρια. Αυτό εξάλλου μαρτυρούν και οι παραγωγές της Melting Records. Ρίχνοντας μια ματιά διαπιστώνει κανείς ότι αφορούν κυρίως ξένους καλλιτέχνες των hip hop ήχων, χωρίς όμως να υπάρχει περιορισμός σε άλλα είδη, όπως λέει ο επίσης 28χρονος Βασίλης Φωτεινός, διευθύνων σύμβουλος της δισκογραφικής.
«Η μουσική βιομηχανία αλλάζει με γοργούς ρυθμούς και σήμερα το πλέον διαδεδομένο μέσο για την ανακάλυψη νέας μουσικής είναι το YouTube. Εκεί δραστηριοποιούνται κανάλια (όπως αυτό που επί σειρά ετών διατηρεί ο Βασίλης) τα οποία “σκάβουν” για νέα κομμάτια και τα “ανεβάζουν” στο YouTube, όπου το το ένα τρίτο των χρηστών “μπαίνει” για να ανακαλύψει νέα μουσικά ακούσματα» περιγράφει ο Ανδρέας. Και ο Βασίλης συμπληρώνει: «Οι διαχειριστές των καναλιών έρχονται σε επαφή με καλλιτέχνες, με τους οποίους συμφωνούν να προβάλλουν τη μουσική τους. Ετσι δημιουργείται ένα είδος αλληλεπίδρασης, που στην περίπτωσά μας αποφασίστηκε να πάει ένα βήμα παραπέρα και να εξελιχθεί σε διαδικτυακή διανομή μουσικής. Φυσικά, όταν μιλάμε για συλλογή μουσικής, οι μουσικόφιλοι προτιμούν περισσότερο ένα “φυσικό” (χειροπιαστό) μέσο και έτσι φτάσαμε στους δίσκους βινιλίου».
Εκτός από τον Ανδρέα και τον Βασίλη, τον σκληρό πυρήνα της Melting Records αποτελούν η Γαλλίδα Camille Touze, που τώρα ζει στη Ρώμη και εργάζεται για τα Ηνωμένα Εθνη, ο Παριζιάνος ηχολήπτης Louis Chauderlot, ο music editor Μιχάλης Τσαγγάρης που ζει στη Ρόδο, ο ιδιωτικός υπάλληλος Ηρακλής Φωτεινός από την Αθήνα, η Ελληνογερμανίδα Johanna Walter που ζει στη Βιένη και εργάζεται ως κούριερ, ενώ με την ομάδα συνεργάστηκε στο ξεκίνημά της και ο επίσης Γάλλος Antoine Manesse, διαχειριστής δημοφιλούς μουσικού ιστολογίου από το Μόντρεαλ. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των διαφορετικών προσωπικοτήτων η αγάπη για τη μουσική, ενώ η διασπορά τους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έχει αποδειχθεί το δυνατότερο χαρτί της νεοσύστατης εταιρίας, δίσκοι της οποίας φιγουράρουν πια στα ράφια πολλών και αξιόλογων δισκοπωλείων εναλλακτικής μουσικής ανά την Ευρώπη, όπως τα βερολινέζικα OYE και HHV και το λονδρέζικο Rough Trade.
Η οργάνωση, από την επιλογή των καλλιτεχνών έως και το τύπωμα των δίσκων και την προώθησή τους, απαιτεί τη συνδρομή όλων. «Είναι ένας μακρύς και πολύπλοκος δρόμος. Αρχικά, ένας καλλιτέχνης μάς στέλνει demo. Το μοιραζόμαστε, το ακούμε ξανά και ξανά και αποφασίζουμε αν μας ενδιαφέρει. Από εκεί και πέρα ο σκοπός είναι πάντα να βγάλουμε δίσκο βινιλίου, αλλά αποτελεί κίνηση που θέλει σκέψη, γιατί πολλές παραγωγές πάνε καλά στις ψηφιακές πωλήσεις, αλλά όχι και στις πωλήσεις βινιλίων. Επειτα από ομόφωνη απόφαση προχωράμε στην επιλογή και την τελειοποίηση των κομματιών και, τέλος, στην αποστολή τους για το mastering. Παράλληλα αναζητούμε σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη το κατάλληλο artwork που θα πλαισιώσει τη δουλειά του. Αφού αυτά τελειοποιηθούν, συνεχίζουμε στην παραγγελία των βινιλίων και την προώθηση. Ως τώρα τα βινίλιά μας τυπώνονται στο Λονδίνο. Πάντως, σήμερα οι εναλλακτικές δισκογραφικές έχουν μεγαλύτερη ευελιξία γιατί βασίζονται στην “οργανική” διαφήμιση, αυτό που λέμε από στόμα σε στόμα» εξηγούν ο Βασίλης και ο Ανδρέας.
Με την εταιρία να είναι σαφώς προσανατολισμένη στο διεθνές κοινό, ο Ανδρέας δηλώνει ενθουσιασμένος και από την ανταπόκριση του ελληνικού. Ο Βασίλης, ωστόσο, διαφωνεί, τονίζοντας ότι έως τώρα η Melting Records έχει βασιστεί στη στήριξη άλλων χωρών, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστρία. «Προσωπικά είμαι εντυπωσιασμένος με το ελληνικό κοινό, καθώς έχουμε πολύ καλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς που ψάχνουν νέα μουσική. Πιστεύω ότι έχουμε καλό μουσικό γούστο σε σχέση με τις χώρες που έχω ζήσει περισσότερο (Ολλανδία, Βέλγιο).
Ανταγωνισμός
Βέβαια, σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) τα μεγέθη αλλά και ο ανταγωνισμός είναι ασύγκριτα. Οταν συστηνόμαστε με κάνει υπερήφανο να λέω ότι είμαστε μια δισκογραφική με βάση την Ελλάδα και οι αντιδράσεις είναι είτε πολύ ενθουσιώδεις, μια και δεν έχουν ξανασυναντήσει κάτι τέτοιο τα τελευταία χρόνια, είτε υπάρχει περιέργεια να μας ακούσουν. Στην Ελλάδα υπάρχουν και πολλοί αξιόλογοι καλλιτέχνες στα είδη που εμείς εστιάζουμε, αλλά και πολλές εξαιρετικές underground παραγωγές που όμως δεν προωθούνται όσο θα έπρεπε. Επομένως, θεωρώ ότι για τα μεγέθη της η χώρα μας αποτελεί ένα καλό πεδίο δράσης» λέει ο Ανδρέας.
Σχολιάζοντας, τέλος, τον ρόλο της κρίσης, οι δύο νέοι βλέπουν σε αυτή και μια θετική πλευρά: «Η μουσική βιομηχανία περνάει την κρίση η οποία η ίδια προκαλεί. Ο κόσμος βομβαρδίζεται καθημερινά με νέες κυκλοφορίες που προωθούνται έντονα και κάποιες φορές το κοινό ακολουθεί τυφλά. Οι μεγάλοι παίκτες του χώρου (δισκογραφικές, μάνατζερ) έχουν καταλάβει τον κίνδυνο και προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Μια ανεξάρτητη δισκογραφική σαν τη δική μας δεν αντιμετωπίζει τέτοιο κίνδυνο, καθώς το κοινό που απευθύνεται είναι άλλο. Τα “χωράφια” είναι χωρισμένα, αυτοί θα αναλάβουν έναν καλλιτέχνη όταν είναι πια 100% έτοιμος και σχετικά γνωστός. Εμείς αναλαμβάνουμε -αλλά και απολαμβάνουμε- να ανακαλύπτουμε το ταλέντο σε πρώιμο στάδιο. Εντέλει, η κρίση σαφώς θα μπορούσε να μας ωφελήσει, μια και -τουλάχιστον στην Ελλάδα- σπανίζουν οι επενδύσεις στο βινίλιο, και έτσι μειώνεται ο ανταγωνισμός».
Ο έρωτας με το βινίλιο είναι ιεροτελεστία
«Ο έρωτας με το βινίλιο είναι μια ιεροτελεστία. Ξεκινάει από τις ατελείωτες ώρες ψαξίματος στα ράφια των μαγαζιών, συνεχίζεται με την περιεργασία του δίσκου που θα κεντρίσει -αρχικά οπτικά και στη συνέχεια ακουστικά- τον ακροατή και τελειώνει με το να κάτσει κάποιος να ακούσει μουσική. Να βγάλει, δηλαδή, τον δίσκο από το εξώφυλλό του, να τον βάλει στο πλατό, να τελειώσει η πρώτη πλευρά και να γυρίσει στη δεύτερη. Αυτό δεν συμβαίνει με τα ηλεκτρονικά μέσα, που η όλη διαδικασία γίνεται με κουμπάκια» λέει ο Παναγιώτης Κωτσίδης, ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου Imantas στου Ψυρρή, προσθέτοντας ότι η κυκλοφορία νέων παραγωγών είτε σε μορφή βινιλίου είτε σε ηλεκτρονική μορφή (μέσω διαδικτύου) δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει κάποια αλματώδης ανάπτυξη στην ελληνική μουσική βιομηχανία.
Εξάλλου δεν είναι όλα ειδυλλιακά. Η υπερπληροφόρηση στο διαδίκτυο μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποδειχθεί παγίδα και οι καταναλωτές μπορεί εύκολα να πέσουν θύματα της εσκεμμένης προβολής συγκεκριμένων καλλιτεχνών, όπως άλλωστε συνέβαινε και στο παρελθόν, τότε που το «παιχνίδι» ήταν αποκλειστικά υπόθεση των μεγάλων δισκογραφικών, των ραδιοφωνικών παραγωγών και των μάνατζερ. «Το διαδίκτυο ναι μεν έχει το αβαντάζ της εύκολης πρόσβασης σε ακούσματα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν δύσκολο να φτάσουν στα αυτιά μας, ωστόσο ο όγκος είναι τέτοιος που εύκολα μπορεί κάποιος να “χαωθεί”. Είναι σαν να ψάχνουμε σταγόνα σε έναν ωκεανό πληροφοριών. Αυτό που πρέπει να έχει πάντα κατά νου ένας ακροατής είναι να μπορεί να ξεχωρίσει μια καλή δουλειά από μια μέτρια ή κακή που προβάλλεται συστηματικά. Αντίστοιχα, η τύπωση νέων δίσκων δεν σημαίνει απαραιτήτως άνθηση του κλάδου και σίγουρα δεν σημαίνει “επιστροφή του βινυλίου”. Εξάλλου, όσοι ασχολούνται με το συγκεκριμένο άθλημα γνωρίζουν ότι ποτέ δεν σταμάτησαν να παράγονται δίσκοι. Υπήρχαν πάντα και ακούγονταν πάντα! Ισως όχι όσο μαζικά όσο -παρουσιάζεται- σήμερα, αλλά υπάρχει μια συνέχεια» λέει ο κ. Κωτσίδης, με πολυετή εμπειρία στον χώρο του βινιλίου.
Ακριβό χόμπι
«Η συλλογή δίσκων είναι αδιαμφισβήτητα ένα ακριβό χόμπι» εξηγεί ο Δημήτρης Κυβέλος, ιδιοκτήτης του Kasseta Records στην οδό Σοφοκλέους, από τα πλέον ενημερωμένα δισκάδικα σε καινούργιες παραγωγές της ηλεκτρονικής μουσικής. Η εισαγωγή ενός maxi single (που περιέχει δύο καινούργιες παραγωγές) ξεκινάει από πέντε με έξι ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή η αγορά ενός συλλεκτικού LP δίσκου μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 1.000 ή 2.000 ευρώ: «Συνεπώς για να ασχοληθεί κάποιος με τη συλλογή δίσκων βινιλίου πρέπει όντως να είναι τσιμπημένος με το αντικείμενο. Μπορώ να θυμηθώ συλλέκτες που ίσως να μην είχαν δεύτερο παντελόνι και όμως προτίμησαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους σε έναν σπάνιο δίσκο». Οσον αφορά το πελατολόγιό του, αυτό μάλλον παραμένει σταθερό από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του καταστήματος, το 2011. «Σπάνια θα μπει περαστικός στο μαγαζί. Το πελατολόγιό μας αποτελείται από 50-60 άτομα, που σταθερά αγοράζουν αυτά που θα επιλέξω να φέρω είτε από εξωτερικό είτε από Ελλάδα. Είναι άτομα άνω των 30 που ασχολούνται με αυτό για αρκετά χρόνια, οπότε δεν μπορώ να πω ότι βλέπω αυτή την πολυδιαφημισμένη “επιστροφή του βινιλίου”. Σίγουρα υπάρχουν και νεότεροι πελάτες, 20άρηδες και 25άρηδες, οι οποίοι μάλιστα είναι εντυπωσιακά ενημερωμένοι, έχουν σκάψει αρκετά στα ακούσματά τους και ξέρουν ακριβώς τι θέλουν, όμως το να μιλάμε για θεαματική αύξηση στις πωλήσεις των δίσκων είναι υπερβολή, καλλιεργημένη κυρίως από τα media» υπογραμμίζει ο κ. Κυβέλος.
Αγγελος Σκορδάς
Φωτό:Χρήστος Ζήνας

