Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με λάθος τρόπο το ΔΝΤ. Ξεκινά από μια αφετηρία που δέχεται ότι έξοδος από τα Μνημόνια και επιστροφή στις αγορές με επιβεβαίωση της εθνικής αρμοδιότητας στη διακυβέρνηση της χώρας σημαίνουν αποχώρηση του ΔΝΤ από την Ευρώπη, άρα αποχώρηση του ΔΝΤ από την Ελλάδα. Είναι η υιοθέτηση μιας καθαρά γερμανικής τοποθέτησης, αφού το Βερολίνο, νιώθοντας αρκετά ασφαλές για τους μηχανισμούς σταθεροποίησης των οικονομιών και του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, δεν χρειάζεται πλέον ως «τεχνικό σύμβουλο» και εγγυητή στις διεθνείς αγορές του χρήματος το ΔΝΤ. Επιδιώκει, λοιπόν, να απεξαρτηθεί από αυτήν την αμερικανικού τύπου επιρροή στον «κλειστό» νομισματικό πυρήνα της Ευρώπης.
Σε αντίθεση με το Βερολίνο, η Αθήνα όφειλε να γνωρίζει -με δεδομένο μάλιστα ότι πρωθυπουργός είναι ο Α. Σαμαράς, με βαθιά εμπειρία στο διεθνές οικονομικό σύστημα και στις παραμέτρους του- ότι τη συμφέρει για την έξοδό της από τα Μνημόνια και την επιστροφή της στις αγορές να διατηρήσει το πρόγραμμα με το ΔΝΤ ως είχε. Είναι αρχικά ακατανόητο πώς είναι δυνατόν η Αθήνα να ζητά από μόνη της το ΔΝΤ να μην υλοποιήσει τις υποχρεώσεις του, δανειοδοτώντας την Ελλάδα με τα περίπου 12-13 δισ. ευρώ που υπολείπονται μέχρι το 2016, στο πλαίσιο της δεύτερης δανειακής σύμβασης και του Μνημονίου, και να αρνείται να πάρει αυτά τα κεφάλαια, αντικαθιστώντας τα με άλλα, ευρωπαϊκά, της τάξης των 15 δισ. ευρώ, ως δάνειο-γέφυρα στην έξοδο από τα Μνημόνια, κάτι που σημαίνει αυτονόητα τρίτη δανειακή σύμβαση και Μνημόνιο-συμπλήρωμα στα προηγούμενα. Ουσιαστικά, μιλάμε για την πολιτική που έχει χαράξει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε.
Η στάση της Αθήνας είναι εξίσου ακατανόητη και ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ζήτημα που επίσης θέτει το ΔΝΤ για περικοπή του χρέους, προκειμένου αυτό να γίνει βιώσιμο, όπως και για την προληπτική γραμμή δανειοδότησης για την περίοδο από την αποχώρηση της τρόικας μέχρι την έξοδο στις αγορές. Οχι τυχαία, κατά την πρόσφατη συνάντησή της με τον Ελληνα υπουργό Οικονομικών κ. Χαρδούβελη, η επικεφαλής του Ταμείου υπογράμμισε ότι η επιτυχής επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές θα είναι μια επιτυχία και για το Ταμείο – επιτυχία, μάλιστα, που σημειώνουμε εμείς, χρειάζεται επειγόντως και ο μηχανισμός του ΔΝΤ. Πέραν αυτών, η κ. Λαγκάρντ υπενθύμισε στην ελληνική πλευρά τα αυτονόητα: δηλαδή, ότι η επιστροφή στις αγορές θα πρέπει να είναι μια προσεκτική διαδικασία, σύντομη μεν αλλά όχι άμεση, ενώ η «πλάτη» του ΔΝΤ εξασφαλίζει στην Ελλάδα ομαλότητα στα spreads, γεγονός απαραίτητο για να κλείσει ο κύκλος της χρεοκοπίας που άνοιξε τον Μάιο του 2010 για την Ελλάδα.
Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η αποχώρηση της τρόικας από την Ελλάδα δεν σημαίνει αυτονόητα άμεση επιστροφή στις αγορές. Αντίθετα, σημαίνει επιβεβαίωση -και μάλιστα καταρχήν- της ενίσχυσης της εθνικής διακυβέρνησης της χώρας. Το τέλος των Μνημονίων δεν συσχετίζεται με την αποχώρηση του ΔΝΤ από την Ελλάδα, αφού μάλιστα η σχέση Ελλάδας – ΔΝΤ είναι αυτοτελής. Πέραν αυτών, η βιωσιμότητα του χρέους και η δυνατότητα αποπληρωμής του από την Ελλάδα δεν είναι μια πολιτική απόφαση, τουλάχιστον από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την εξέλιξη οι διεθνείς τράπεζες, αλλά μια τεχνική διαδικασία αξιοπιστίας που δεν θα ανεβάσει το ρίσκο της αγοράς ελληνικών ομολόγων και θα απομακρύνει την πιθανότητα να βρεθεί η Ελλάδα σε ακόμα έναν κύκλο χρεοκοπίας τις επόμενες δεκαετίες. Οι Βερολινέζοι των Αθηνών κάνουν άλλο ένα λάθος στρατηγικής στην παρούσα φάση, ενώ ο επερχόμενος ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει μηνύματα χάους που αρέσουν στην ευρωπαϊκή υπερδομή, αφού θα επιτείνουν την εξάρτηση. Για τον λόγο αυτόν και οι δηλώσεις του Κ. Σημίτη υπέρ των πρόωρων εκλογών…
Μενέλαος Τασιόπουλος


