Η κινητικότητα των τελευταίων 24ώρων στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων Αθήνας – Eurogroup για την ύπαρξη μιας τελευταίας χρηματοδοτικής συμφωνίας, η οποία θα καλύψει την Ελλάδα έως την έξοδό της από την παγίδα ρευστότητας που δείχνει ότι την απειλεί, μόνο αισιοδοξία μπορεί να αποπνέει. Η παρέμβαση και ο ρόλος του επικεφαλής της Κομισιόν σε κάθε περίπτωση έπαιξαν τελικά σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη, όπως μπορεί να διαφανεί από το «σημείωμα βοήθειας για την Ελλάδα», ένα non paper στην ουσία και όχι κάποιο «τελεσίγραφο» από την πλευρά των θεσμών, που διέρρευσε αμέσως μετά την αποστολή του στην Αθήνα στον ελληνικό Τύπο.
Η δυνατότητα συμφωνίας Αθήνας – Eurogroup εγκαίρως ώστε η Ελλάδα να εκπληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της προς το ΔΝΤ καταρχάς και στη συνέχεια προς την ΕΚΤ επιβεβαιώνεται και από την ανακοίνωση τριμερούς -άτυπης- συνάντησης Μέρκελ, Ολάντ, Τσίπρα στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της Ρίγας σήμερα. Η τοποθέτηση του Γάλλου προέδρου ότι, πέρα από την κάλυψη των άμεσων χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας με οικονομικά μέσα, θα αναζητηθεί μόνιμη, βιώσιμη και μακροπρόθεσμη λύση, ώστε να μην υπάρχει μια μόνιμη ανασφάλεια για τη θέση της στη ζώνη του ευρώ, παραπέμπει σε μια πολιτική συζήτηση ως προς τον ρόλο και την ταυτότητα της Ελλάδας αλλά και ως προς την παραγωγική βάση της οικονομίας της, που θα της επιτρέψουν τη σταθεροποίηση εντός της ΟΝΕ.
Η συζήτηση αυτή είναι βέβαιο ότι θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από την τελική φάση των διαπραγματεύσεων για τη σύγκλιση σε μια «τελική συμφωνία» Ελλάδας – Ευρώπης για την κάλυψη των αναγκών έως το τέλος του 2016. Είναι φανερό από τη γενική αντίληψη που δημιουργείται τόσο στη χώρα μας όσο και στο τρίγωνο Βρυξέλλες – Βερολίνο – Παρίσι ότι η Ελλάδα μπορεί να οργανωθεί και να ολοκληρώσει τη δημοσιονομική προσαρμογή της μέσα στην επόμενη διετία, ώστε το αργότερο έως τις αρχές του 2017 να έχει και πάλι την ευχέρεια να αντλεί κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές χρήματος.
Το ζητούμενο όμως σε πρώτη φάση είναι η σταθεροποίηση, πολιτική, οικονομική, νομισματική. Η θέση της Ελλάδας εντός του ευρώ θα πρέπει να διασφαλιστεί όχι για να συμμετάσχει η χώρα στην «πρώτη ταχύτητα της Ευρώπης», όπως πολύ ανοήτως υποστήριζαν οι θιασώτες του ευρώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τόσο από την πλευρά της Κεντροαριστεράς (Σημίτης – ΠΑΣΟΚ) όσο και από την πλευρά της Κεντροδεξιάς (Ν.Δ.), αλλά γιατί δεν υπάρχει σχέδιο, πρόσωπα και εργαλεία για να ακολουθηθεί μια επιλογή εκτός ευρώ, εφόσον εκτιμηθεί ότι κάτι τέτοιο θα συνέφερε τους Ελληνες. Για να υπάρξει τα επόμενα χρόνια σε βάθος πενταετίας μια παραγωγική συγκρότηση, η Ελλάδα θα πρέπει να υπερβεί το δημοσιονομικό αδιέξοδο, τις παγίδες ρευστότητας, τις αγκυλώσεις στο κράτος και την οικονομία της μεταπολίτευσης, το θεσμικό και νομικό χάος που έχει δημιουργήσει η διαπλοκή για να εξυπηρετήσει τα τελευταία 30 χρόνια τις σκοπιμότητές της. Τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να οριστούν ως πρώτης προτεραιότητας και να αποκτήσουν περιεχόμενο ως διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτές να υιοθετηθούν και να προωθηθούν εντός της περιόδου σταθεροποίησης έως το 2017.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευτεί συνολικά τη βιωσιμότητά της εντός ευρώ ή, διαφορετικά, να αποφασιστεί έως το 2020 η αποχώρησή της από το ευρώ με συντονισμένο τρόπο και όχι ως επιπλοκή χρεοκοπίας. Για να έχει πιθανότητες η Ελλάδα, το ζητούμενο είναι όχι μόνο η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της, αλλά μια σειρά δεσμεύσεων που έχει με την Κομισιόν για τα αγροτικά – κτηνοτροφικά προϊόντα της, το καθεστώς για τη ναυτιλία, την αναδιοργάνωση του δευτερογενούς τομέα, την καλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματός της. Εν αρχή όμως είναι η σταθεροποίηση και ο…γόρδιος δεσμός λύνεται.
Μενέλαος Τασιόπουλος