Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν ήταν γνωστή η κατάληξη που θα είχε το σπριντ κυβέρνησης – θεσμών προς την υπογραφή συμφωνίας. Οι σκέψεις που ακολουθούν αφορούν την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, ανεξαρτήτως από την τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης.
Ξεκινάμε με μια επισήμανση-αφετηρία. Στη χώρα μας, με ιδιαίτερη έξαρση μετά τα Μνημόνια, διαμορφώνεται βαθμιαία ένα τεράστιο κενό εκπροσώπησης. Λείπουν τόσο ένα κεντροδεξιό κόμμα με σαφή αναφορά στις δυνάμεις της εργασίας και της αγοράς όσο και ένα σοσιαλδημοκρατικό που να εγγυάται τα θετικά της κρατικής παρέμβασης αποκλείοντας τις παθογένειές της, αμφότερα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και λαϊκά χωρίς να λαϊκίζουν.
Το κενό προήλθε από τον θανάσιμο εναγκαλισμό αρχικώς του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια και της Ν.Δ. με τις χειρότερες μορφές λαϊκισμού που εξέθρεψαν το τέρας του πελατειακού κράτους, το οποίο, αφού κατάπιε τη χώρα, οδηγεί το πρώτο σε συνέδριο… αποδρομής και τη δεύτερη σε γεωμετρική… συρρίκνωση.
Οπως συμβαίνει πάντα, οι περίοδοι μεγάλων κρίσεων αποτελούν τις καλύτερες μήτρες για τη γέννηση νέων καταστάσεων. Ετσι, αυτή η κρίση, κάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ για να καλύψει το κενό της σοσιαλδημοκρατίας. Από την υπογραφή ή όχι της συμφωνίας θα κριθεί και το πολιτικό μέλλον του, μαζί με αυτό της χώρας φυσικά. Για να την επιτύχει, θα πρέπει αφενός να υπερβεί τον εαυτό του και αφετέρου ίσως χρειαστεί να αφήσει στον δρόμο κάποιες από τις έως σήμερα συνιστώσες του. Τυχόν διαφορετική επιλογή από αυτή, την οποία επιθυμεί η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, θα τον καταστήσει και πάλι περιθωριακή πολιτική δύναμη στον χώρο μιας αναιμικής Αριστεράς, της οποίας το συνολικό ποσοστό έχει «προκαθορισθεί» από… τη συμφωνία της Γιάλτας και μάλιστα ανεξαρτήτως του κατά πόσον η τελευταία εξακολουθεί να ισχύει!
Για τον λόγο αυτό, συν τη συνεκτική δύναμη και γοητεία που ασκεί πάντα η νομή της εξουσίας σε όποιον την κατέχει, θεωρούμε ότι και η συμφωνία θα υπογραφεί και θα υπερψηφιστεί από την κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς οδυνηρές απώλειες που θα διακινδυνεύσουν την κατοχή της δεδηλωμένης από την κυβέρνηση.
Ο χρόνος προσαρμογής που παρέχεται στον ΣΥΡΙΖΑ για την επίτευξη αυτής της μετάλλαξής του ενισχύεται από την αμήχανη ακινησία, η οποία παρατηρείται στη Ν.Δ. Εύλογη, αν υπολογίσουμε ότι συστεγάζει πλέον δύο ή και περισσότερους ξένους στο ίδιο σπίτι. Ενα κομμάτι της βυθισμένο σε προσωπικά ψυχοδράματα και εμμονές, σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα, θα οδηγηθεί σε λόγο και θέσεις που μπροστά τους η ΕΡΕ θα μοιάζει… συνιστώσα!
Το υπόλοιπο, για να ξαναγίνει ένα μεγάλο κεντροδεξιό κόμμα εξουσίας, θα πρέπει να μιλήσει τη γλώσσα αυτών που υποτίθεται ότι κυρίως εκφράζει, δηλαδή των νοικοκυραίων που ζουν από τη δουλειά τους και όχι με… κομματικές πλάτες. Κι εκτός από τη γλώσσα τους, θα πρέπει να ξαναμιλήσει και στην καρδιά τους, όπως και στην καρδιά της υπόλοιπης κοινωνίας με την οποία έχει χάσει επαφή.
Κατά τα λοιπά, η Χρυσή Αυγή θα εξακολουθήσει να κινείται στο ποσοστό που ο χώρος της διατηρεί πάνω κάτω από τις πρώτες εκλογές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως θα διαπιστώσετε όσοι το ψάξετε. Το ΚΚΕ θα δώσει μέχρις εσχάτων την άνιση μάχη με τον χρόνο που δίνει κάθε γηράσκων οργανισμός. Το Ποτάμι, στον σύντομο κοινοβουλευτικό βίο του, έδωσε σαφή δείγματα των βαρών που κουβαλάει από ένα παρελθόν, το οποίο υποτίθεται ότι αποκηρύσσει. Γι’ αυτό και δεν θα αλλάξει τίποτα στη χώρα και κυρίως δεν θα χρειαστεί να… γκρεμίσει!
Κοντολογίς, η επόμενη μέρα είναι ήδη εδώ. Οι εξελίξεις θα έχουν καταιγιστικό ρυθμό. Οι αναδιατάξεις, στο εσωτερικό υφισταμένων κομμάτων και νέων σχηματισμών που θα προκύψουν, εξαιρετικώς ενδιαφέρουσες. Ας ευχηθούμε να είναι και πιο χρήσιμες για τον τόπο.
Γιώργος Κ. Στράτος