
Τα αλλεπάλληλα κύματα των πυρκαγιών, η λύσσα των καταπατητών, η ακόρεστη βουλιμική διάθεση της οικιστικής πύκνωσης έχουν πλέον αλλοιώσει το ειδυλλιακό περιβάλλονΑπό τον
Νίκο Παπουτσόπουλο
Στην ανατολική πλευρά του Πεντελικού (στον δρόμο προς Πικέρμι – Ραφήνα) εντυπωσιάζει τον επισκέπτη η ιδιαίτερη, επιβλητική και πρωτότυπη αρχιτεκτονική του τριώροφου καθολικού της Μονής Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης, αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορικής και μακραίωνης συνέχειας των πολιτισμικών επιδράσεων και των περιπετειών. «Η πρωτίστη των του Πεντελικού Μονών», σύμφωνα με τον Δ. Καμπούρογλου («Ιστορία των Αθηναίων»), «το αληθές καύχημα της Αττικής διά τε την αρχαιότητα, την καλλονήν και το μέγεθος του ναού αυτής και την επισημότητα των εν αυτή μονασάντων ανδρών. Εκπληξιν εμποιεί η εν μέσω βαθυσκίων και ερημικών δασών, εν τόπω ουδέν ίχνος συνοικισμού δεικνύοντι ύπαρξις τηλικούτου οικοδομήματος. Μέχρι προ τινων ετών διετηρούντο εν τω ναώ λαμπραί εφ’ υγροίς αγιογραφίαι, αίτινες όμως ου προ πολλού κατέπεσον ή απετοιχίσθησαν άπασαι».
Το ύψος του ναού καθώς και εκείνο του παρακείμενου αμυντικού πύργου (πιθανώς του 9ου αιώνα) διαφέρουν από τα συνήθη πρότυπα. Το μοναστικό συγκρότημα, που συμπλήρωναν η μεγάλη τράπεζα, τα κελιά (ερείπια πλέον), η κρήνη, γνώρισε περιόδους ακμής και δόξας, αλλά παράλληλα περιόδους καταστροφών και ερημώσεων.
Το μεταβυζαντινό καθολικό ανήκει στον ιδιόρρυθμο εξαγωνικό τύπο (ο κεντρικός μεγάλος τρούλος στηρίζεται σε έξι στηρίγματα), που απαντάται συνήθως σε ισλαμικά τεμένη ή σε ναούς της Αρμενίας και της Γεωργίας. Αλλωστε, ο Νικόλαος Καματηρός, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρμάρινη κτητορική επιγραφή (σε δύο τμήματα που έχουν εντοιχίσει μεταγενέστεροι κτήτορες: «ΝΙΚΟC Ο ΚΑΜΑΤΙΡ Ο ΚΤΙC Τ Τ ΑΜΙΝ»), επανίδρυσε τη μονή τον 12ο αιώνα, ύστερα από προηγουμένη καταστροφή, ανήκε στην γνωστή οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στην Ιβηρία του Καυκάσου (Γεωργία) από τον 9ο αιώνα. Παλαιότερα ίχνη μαρτυρούν ότι και τον προ του Καματηρού ναό είχαν ανεγείρει, πιθανώς, επάνω σε ερείπια αρχαίου ιερού.
Με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους, η μονή είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία του Πάπα (σε σχετική βούλα του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ αναφέρεται ως «Μονή Hu») και λειτούργησε από Λατίνους ως κοινόβιο. Μετά την καταστροφή του ναού του Καματηρού, στους μετά την άλωση χρόνους (περί το 1465 από τους Οθωμανούς), δύο ευσεβείς άνδρες, ο Δημήτριος Ανδρομάρης (ο μετέπειτα μοναχός Δαβίδ Αναδρομεύς) και ο Ιωάννης Ντούσης ο Αλεξηνάς, «θείω ζήλω κινηθέντες προ χρόνων ουκ ολίγων ανήγειραν εκ βάθρων τον εν τη θέσει Τεώ ευρισκόμενον ναόν του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού», όπως αναφέρει πατριαρχικό σιγίλλιο του 1614, που εξέδωσε ο Πατριάρχης Τιμόθεος Β΄ (Μαρμαρηνός), το οποίο επικύρωνε προηγούμενο, του Πατριάρχη Ιερεμίου Β΄(πιθανώς στα 1572).
Ο Δ. Καμπούρογλου προσθέτει στους νέους κτήτορες τον κτηματία Πιγκέρνη και τον Αθηναίο Θεοφάνη Καρύκη (†1597), μετέπειτα μητροπολίτη Αθηνών και Οικουμενικό Πατριάρχη. Η ανοικοδόμηση του ναού (περί το 1575), όπως διασώζεται έως σήμερα, είναι προφανές πως διατήρησε το αρχικό σχέδιο.
Ο Θεοφάνης Καρύκης είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την εκκλησιαστική μουσική, την οποία και εδίδαξε, συνέθεσε ύμνους και, όπως αναφέρει ο Καμπούρογλου, διετέλεσε ηγούμενος στη μονή της Νταού, «ικανά εφόδια έχων μαθήσεως». Για την απόφασή του να μονάσει εκεί «τον ώθησε, φαίνεται, κυρίως η ποιητική του φύσις και η υπέροχος φωνή του. Ω τι λέγουν οι τοπικοί θρύλοι διά την φωνήν αυτήν!
Ητο ισχυροτάτη και συγχρόνως γλυκυτάτη. Η συνύπαρξις των προσόντων αυτών θεωρείται τόσο σπανία όσο και η της ευφυΐας μετά της αγαθότητος. Οταν έψαλλεν, έτριζαν τα τζάμια του ναού, τα οποία, αν ήθελεν, ημπορούσε και να ραγίση. Και όχι μόνον αυτό θέλουν οι θρύλοι, αλλ’ ότι και τα αγρίμια του βουνού κατέβαιναν ν’ ακούσουν την φωνήν του, αλλά και τα αηδόνια της ρεματιάς εξελαρυγγιάζοντο απ’ το πείσμα των, όταν ετραγουδούσε την νύκταν κάτω από τα πλατάνια».
Στην περίοδο που ακολουθεί η μονή, με την κατοχύρωση της σταυροπηγιακής αξίας, ακμάζει, διαθέτει μεγάλη κτηματική περιουσία, πλούτο, εξαρτήματα και μετόχια, μεταξύ των οποίων τη Μονή του Αγίου Νικολάου Καλλισίων, κτήμα του «οσιωτάτου εν ιερομονάχοις κυρ Νεκταρίου». Εδώ είχε ασκητεύσει ο Δαβίδ Αναδρομεύς, ο οποίος είχε «φιλοπονήσει ικανάς οικοδομικάς εργασίας» και, σύμφωνα με τον Καμπούρογλου, «εις τι σπήλαιον κείμενον πλησίον της Μονής ησκήτευσεν το πρώτον ελθών εις Πεντέλην ο μετέπειτα κτήτωρ της Μονής Πεντέλης, άγιος Τιμόθεος». Με το σιγίλλιο του 1614 η Μονή του Αγίου Νικολάου «υπήχθη εις την μονήν της Τεώ, και αφορμή της προσκολλήσεως αυτής υπήρξαν αι υπό των Πεντελιωτών πατέρων καταπατήσεις των κτημάτων του Μονυδρίου». Το ίδιο, άλλωστε, πατριαρχικό σιγίλλιο εξαίρει «το κατάλληλον της θέσεως» της Μονής Παντοκράτορος Νταού «εις ην πλήθη Μοναχών συνοιθροίσθησαν τον μονήρη βίον επιποθήσαντες και τοιούτω τετυχηκότες μοναστηρίω επιτηδείως έχοντι». Επιγραφή στο μαρμάρινο τοξωτό υπέρθυρο της πύλης της εισόδου μαρτυρεί πως το 1648 πραγματοποιήθηκαν οι τελευταίες επισκευαστικές εργασίες και, πιθανώς, ενισχύσεις της οχύρωσης της μονής.
Στην περίοδο των ενετοτουρκικών πολέμων οι λεηλασίες που ακολούθησαν την αποχώρηση των στρατευμάτων του Φραντσέσκο Μοροζίνι (σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές το όνομα προέρχεται από το ελληνικό «Μαυρογένης») ερήμωσαν την Αττική, ενώ οι Οθωμανοί, κατά την επάνοδό τους, κατερείπωσαν μονές και κατέλυσαν δικαιώματα και προνόμια που είχαν εκχωρήσει σε αυτές προηγούμενα σουλτανικά φιρμάνια. Στη ζοφερή αυτή περίοδο (τέλη του 17ου αιώνα ή, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, Πάσχα του 1680) την ολοσχερή καταστροφή της Μονής Παντοκράτορος Νταού ακολούθησε η σφαγή («πλην ενός εις 150 και πλέον ίσως ανερχομένους», σύμφωνα με τον Καμπούρογλου, 179, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις) των μοναχών. Μόνος μάρτυρας της καταστροφής, ένας ιερομόναχος, ο οποίος απουσίαζε εξαιτίας της ημέρας του Πάσχα σε μετόχι της μονής (Χοιροσακκούλι ή Χεροσακκούλι -πιθανώς «Γεροτσακούλι»-, κτηματική έκταση χιλιάδων στρεμμάτων, από τη Ραφήνα και τη Νέα Μάκρη έως την κορυφογραμμή του Πεντελικού, και από τον Γαργηττό, το Ντράφι και το Πικέρμι έως τον Κοκκιναρά και τον Παληάγιαννη, η οποία περιελάμβανε κυρίως δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες γαίες), και μετέφερε την επομένη τη θλιβερή είδηση στη Μονή Πεντέλης.
Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, την καταστροφή και τη λεηλασία της Μονής Παντοκράτορος είχε υποκινήσει η Μονή Πεντέλης, προκειμένου να καταλάβει την «ικανή» κτηματική περιουσία της Νταού, των εξαρτημάτων και των μετοχίων της. Αλλωστε, το σιγίλλιο (1692) του Πατριάρχη Καλλινίκου Β΄, με την επιβεβαίωση της σταυροπηγιακής αξίας της Μονής Πεντέλης, αναγνώριζε ως μετόχια της μονής και την Νταού, τα εξαρτήματα και τα μετόχια της (μεταξύ των οποίων και τον Αγιο Νικόλαο Καλλισίων). Αλλά και από την εποχή της προσάρτησης της Νταού η Μονή Πεντέλης αύξησε τις ποσότητες υποχρεωτικής ετήσιας αποστολής μελιού στη Βαλιντέ Σουλτάν στην Κωνσταντινούπολη, πλέον της αποστολής των 25 οκάδων μελιού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τις μνήμες της πρωτοφανούς λεηλασίας της μονής που διατηρούσαν κάτοικοι της περιοχής έως τα τέλη του 19ου αιώνα αποτύπωσε ο ηγούμενος της Μονής Πεντέλης Κύριλλος Β΄ Δέγλερης στα «Απομνημονεύματα» (1861-1884).
Η Μονή Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης παρέμεινε επί περίπου τρεις αιώνες έρημη «θλιβερώτατον θέαμα», όπως σημειώνει ο Δ. Καμπούρογλου, «των μεγαλοπρεπών αυτής ερειπίων εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας και των βαθυσκίων δασών, καταστραφέντων ατύχως κατά το πλείστον υπό της τελευταίας μεγάλης πυρκαϊάς», ενώ «προλήψεις υπάρχουσιν έτι περί πεύκης τινός γηραιάς παρά την Μονήν υπό την οποίαν εσφάγη ο Ηγούμενος. Κατά το μεσονύκτιον, όταν ο κεραυνός κροτεί και η θύελλα μυκάται, ακούεται και η φωνή αυτού ζητούντος εκδίκησιν».
Τα αλλεπάλληλα κύματα των πυρκαγιών, η λύσσα των καταπατητών, η ακόρεστη βουλιμική διάθεση της οικιστικής πύκνωσης έχουν πλέον αλλοιώσει το ειδυλλιακό περιβάλλον της αττικής γης και έχουν εξαφανίσει τους τόπους ανάπαυσης και αναψυχής. Τα πεύκα και οι πλάτανοι που κάποτε μύθους έπλεκαν με τον μικρό φλύαρο χείμαρρο και το βαθύσκιο δάσος, που επαναλάμβανε στους ψιθύρους του το χρονικό της μεγάλης σφαγής, σιγούν στις στάχτες ανάμεσα στα θλιβερά αρχιτεκτονικά εξαμβλώματα της νεοελληνικής μεγαλαυχίας. Ακρα σιγή και οδύνη για έναν παράδεισο που χάθηκε.
Η πρόσφατη φονική πυρκαγιά εκδηλώθηκε αρχικά βόρεια της κεντρικής πλατείας του οικισμού Νταού Πεντέλης και, λόγω των ισχυρών ανέμων, σε ελάχιστα λεπτά κατέκαυσε τη βόρεια πλευρά του χωριού. Από τη Μονή Παντοκράτορος προχώρησε στη Ραφήνα, στο Μάτι και στον Νέο Βουτζά, με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες, και εξελίχθηκε σε εθνική τραγωδία με πολλούς νεκρούς, τραυματίες και ανυπολόγιστες υλικές ζημιές.


