Η «συμφωνία» για τους δασμούς με τον Τραμπ έφερε τους Ευρωπαίους αντιμέτωπους με την αχίλλειο πτέρνα τους
Από τη Μαρία Δεναξά
Προκειμένου να αποφύγει μεγαλύτερο δράμα, με την επιβολή πιο τσουχτερών δασμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε μια «προσεκτική γραμμή», κατά τα λεγόμενα Ευρωπαίων αξιωματούχων, που οδήγησε στο προσχέδιο της συμφωνίας για τους δασμούς, που ανακοινώθηκε την Κυριακή. Πολλοί εξακολουθούν να επικρίνουν την παθητική τακτική. Όμως, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά;
Είναι το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, ότι η προφορική συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε στις 27 Ιουλίου κοντά σε ένα γήπεδο γκολφ (ανήκει στον Ντόναλντ Τραμπ) στο Τέρνμπερι της Σκοτίας, δεν προκάλεσε ενθουσιώδεις αντιδράσεις. Ορισμένοι ηγέτες, όπως οι πρωθυπουργοί της Ιρλανδίας και του Βελγίου, χαιρέτησαν χωρίς τυμπανοκρουσίες και με μια δόση μοιρολατρίας τον συμβιβασμό, που προβλέπει δασμούς 15% στις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο Βερολίνο, ωστόσο, οι αντιδράσεις τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα παρέμειναν συγκρατημένες, μια και ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, όπως και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ταχείας ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων, καθώς η συμφωνία ευνοεί τις ισχυρές βιομηχανικές οικονομίες της Ευρώπης, όπως είναι η γερμανική.
Παρόλα αυτά «δεν είναι καλή συμφωνία», καταγγέλλει ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Μπερντ Λάνγκε, πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
«Οι δασμοί του 15% θα προκαλέσουν ζημίες, που θα ανέρχονται σε δισεκατομμύρια ευρώ για την αυτοκινητοβιομηχανία» υποστηρίζει.
Η δυσμενής για τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη -και για την Ελλάδα- συμφωνία είναι το αποτέλεσμα πολύωρων συζητήσεων, κατά τις οποίες οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές προτίμησαν τον διάλογο, αντί της αντιπαράθεσης. Τελικά, η Ευρωπαϊκή Ενωση υιοθέτησε αντίμετρα, αλλά αυτά αφορούσαν μόλις 93 δισ. ευρώ εισαγωγών από τις ΗΠΑ, στις οποίες επρόκειτο να επιβληθούν υψηλότεροι δασμοί.
Αν και η Επιτροπή επαναλάμβανε ότι «καμία επιλογή δεν αποκλείεται», δεν ενεργοποίησε ποτέ τα πιο ισχυρά όπλα του εμπορικού της οπλοστασίου, όπως το λεγόμενο «αντικαταναγκαστικό εργαλείο» (instrument of anti-coercion), που της επιτρέπει να εφαρμόζει μια σειρά από αυστηρά και αποτρεπτικά μέτρα, όπως να αποκλείει αμερικανικές επιχειρήσεις από συγκεκριμένες ευρωπαϊκές αγορές.
Αυτή η στρατηγική διαπραγματεύσεων χωρίς ανάληψη ρίσκου προκάλεσε ανυπομονησία – ιδίως στη Γαλλία. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι το Παρίσι υποστηρίζει από καιρό μεγαλύτερη αυτονομία, ακόμη και έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, οι τακτικές επιλογές της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αντανακλούν τη διάθεση -τουλάχιστον- μέρους των 27 κρατών-μελών.
«Κανείς δεν πιστεύει ότι είναι μια καλή συμφωνία. Αλλά ποια είναι η εναλλακτική λύση; Μπορούμε πραγματικά να χτυπήσουμε το χέρι στο τραπέζι;» αναρωτιέται ένας διπλωμάτης από χώρα της δυτικής Ευρώπης.
Για το ένα τρίτο των κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον πυλώνα της εθνικής τους ασφάλειας.
Υπάρχουν αρκετοί αντικειμενικοί λόγοι που ώθησαν τους Ευρωπαίους να υιοθετήσουν μια μετριοπαθή στάση. Πρώτον, η οικονομία: Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η πρώτη εμπορική-εξαγωγική αγορά για την Ε.Ε. Και ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ιρλανδία, η οποία εξάγει πάνω από το 50% της παραγωγής της στις ΗΠΑ, ή η Γερμανία. Αν το διατλαντικό εμπόριο σταματούσε από τη μια μέρα στην άλλη, η πρώτη οικονομία της Ευρώπης θα έπρεπε να αποχαιρετήσει περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ ετήσιων εξαγωγών.
Δεύτερον, η ασφάλεια: Οι χώρες που αισθάνονται πιο εκτεθειμένες στη ρωσική απειλή προτιμούν να μην έρχονται σε σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες εξακολουθούν να θεωρούν, παρά τον Ντόναλντ Τραμπ, ως την κύρια εγγύηση σε αυτό το θέμα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες της Βαλτικής, όπως η Λιθουανία, η οποία φοβάται ότι θα χάσει τους χίλιους Αμερικανούς στρατιώτες που είναι σταθμευμένοι στο έδαφός της, εξέλιξη που δεν είναι απίθανη, δεδομένου ότι το Πεντάγωνο είναι έτοιμο να ανακοινώσει αναθεώρηση της παρουσίας του στον κόσμο.