Πώς οι εξελίξεις στα ΕΛ.ΤΑ. επηρεάζουν κυρίως την ACS και τη διαδικασία εξαγοράς της από τους Γερμανούς, καθιστώντας την… ιδιαίτερα ελκυστική
Απανωτές αστοχίες σε βάρος εκατομμυρίων φορολογουμένων, και όχι απλώς ένας «ατυχής, πλημμελής επικοινωνιακός χειρισμός», όπως θέλουν να ισχυρίζονται κάποιοι, καταλογίζονται στην κυβέρνηση και στον εκλεκτό της για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου -που παραιτήθηκε χθες κακήν κακώς- μιας ήδη προβληματικής εταιρίας, στην «καυτή» υπόθεση των ΕΛ.ΤΑ., οι αρνητικές εξελίξεις στην οποία εξακολουθούν να προκαλούν και πολιτικές αναταράξεις αλλά και να δημιουργούν σενάρια για την «επόμενη μέρα».
Η σειρά των γεγονότων: Τα πρώτα 46 λουκέτα, από τα 204 που αποφασίστηκαν συνολικά, αποτελούν πραγματικότητα από τη Δευτέρα. Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία χάνουν έδαφος πλέον με ταχείς ρυθμούς στην αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών και των ταχυμεταφορών, με τη συρρίκνωση του δικτύου τους.
Γεγονός το οποίο, αναπόφευκτα, έμμεσα ή άμεσα, ενισχύει τον ανταγωνισμό τους, με πρώτη την ACS του πρώην προέδρου του ΣΕΒ Θεόδωρου Φέσσα, θυγατρική του ομίλου Quest κατά 80%, ενός market leader με μερίδιο που ξεπερνά το 25%, χωρίς να σημαίνει ότι ο Ελληνας επιχειρηματίας ή άλλοι «παίκτες» από τον κλάδο των courier στην Ελλάδα επιδίωξαν οι ίδιοι κάτι τέτοιο ή εμπλέκονται με κάποιον, οποιονδήποτε τρόπο στην όλη διαδικασία και στις εξελίξεις. Και στο βάθος υπάρχουν… Γερμανοί!
Μια «λεπτομέρεια» με πολλή σημασία δίνει άλλη «χροιά» στην υπόθεση της ACS:
Η εταιρία έχει πουληθεί κατά 20% από πέρσι τον Οκτώβριο στη γερμανική GLS έναντι 74 εκατ. ευρώ και παράλληλα παραμένει ανοικτό για άλλον έναν χρόνο το ενδεχόμενο να αποκτήσει και το υπόλοιπο 80%, αντί ενός προσυμφωνημένου τιμήματος ύψους 296 εκατ. ευρώ.
Η συμφωνία του 2024 μεταξύ Quest – GLS προέβλεπε μάλιστα εξαρχής δύο προθεσμίες για την απάντηση της δεύτερης, εάν θα ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς (call option) αυτού του 80%: είτε στις 31/10/2025 είτε στις 30/10/2026.
Το πρώτο deadline παρήλθε στα τέλη του περασμένου μήνα, με τους υποψήφιους αγοραστές της ACS να λένε «όχι», αλλά κανείς δεν γνωρίζει τι θα πουν σε 12 μήνες.
Αν το σημερινό «όχι», με λίγα λόγια, μετατραπεί σε «ναι» αύριο.
Ακόμα και αν για κάποιον λόγο η GLS δεν θελήσει να εξαγοράσει κατά 100% την ACS, καταβάλλοντας συνολικά 370 εκατ. ευρώ σε μία 2ετία (2024-2026) στον όμιλο Quest, οι όροι της συμφωνίας προβλέπουν και το αντίστροφο:
Το δικαίωμα του ομίλου Quest να επαναγοράσει το 20% των μετοχών της ACS από την GLS, αν καταστεί «άγονη» η διαδικασία με την πάροδο της δεύτερης καταληκτικής ημερομηνίας (σε περίπτωση οριστικής μη άσκησης του call option), μέσω ενός επίσης προσυμφωνημένου μηχανισμού.
Εν κατακλείδι, ο Θεόδωρος Φέσσας εξακολουθεί να ελέγχει κατά 80% την ACS, όμως ο τελευταίος λόγος ανήκει στους Γερμανούς.
Ποια ακριβώς είναι η General Logistics Systems: Εδώ και χρόνια βασικός συνεργάτης της ACS, μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες διακίνησης δεμάτων, logistics και υπηρεσιών express στον κόσμο και θυγατρική του βρετανικού ομίλου IDS (International Distribution Services – πρώην Royal Mail – UK), με έδρα στο Αμστερνταμ και γερμανική διοίκηση, θεωρείται μετεξέλιξη της German Parcel.
Η απαξίωση των ΕΛ.ΤΑ. προσφέρει ελεύθερο πεδίο και «αβάντα» σε όλο τον ανταγωνισμό, όχι φυσικά μόνο στην ACS, την οποία αυτονόητα καθιστά πιο ελκυστική και για τον υποψήφιο επενδυτή, συμπεριλαμβανομένων όμως και των άλλων εταιριών από τις ταχυμεταφορές (π.χ. Γενική Ταχυδρομική, Speedex, Easy Mail κ.ά.), αλλά και όσων έχουν δραστηριότητα στο last mile, όπως η Skroutz και η Box Now.
Η αλληλογραφία παραμένει η βασική πηγή εσόδων για τα ΕΛ.ΤΑ. και ακολουθούν οι υπηρεσίες courier (η θυγατρική ΕΛΤΑ Courier συγχωνεύτηκε με τον μητρικό όμιλο) και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες…
Το πλάνο που απέτυχε
Θεωρητικά, πάντως, μπορεί στο τέλος της ιστορίας να βρεθεί επενδυτής για να… εξαγοράσει και τα ΕΛ.ΤΑ., αν καταφέρουν να εξυγιανθούν και δεν απαξιωθούν εντελώς με όσα συμβαίνουν.
Τουλάχιστον ο ίδιος ο κ. Σκλήκας πριν από την παραίτησή του δεν είχε αποκλείσει την πιθανότητα εισόδου ενός στρατηγικού επενδυτή στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, εφόσον «στρώσουν» τα οικονομικά τους…
Μέσα σε μια διετία, ωστόσο, με την εκκίνηση του σχεδίου που εκπονήθηκε για την εξυγίανσή τους από το 2023, τα ΕΛ.ΤΑ. δεν κατέστη δυνατόν, ως τώρα, να διασωθούν, κουβαλώντας ουκ ολίγα βάρη από το παρελθόν, αλλά, αντίθετα με τις υποσχέσεις, οδηγήθηκαν σε δεκάδες νέα λουκέτα καταστημάτων τους (46 σε αυτή τη φάση), με άμεσο κίνδυνο να γίνουν 204 εντός τριμήνου, χωρίς να αποκλείεται ακόμα και το «μοιραίο» για όλο τον οργανισμό.
Αυτό, βέβαια, το οποίο δεν παραδέχεται κανείς είναι ότι το πλάνο σωτηρίας του ακριβοπληρωμένου CEO Γρηγόρη Σκλήκα απέτυχε.
Δεν τίθεται, δηλαδή, θέμα ολοκλήρωσής του. Γιατί και το χρονοδιάγραμμά του έχει ήδη πέσει έξω και ο στόχος του, της επιστροφής των ΕΛ.ΤΑ. στην κερδοφορία, δεν επιτεύχθηκε, όπως αποδεικνύεται από συγκεκριμένα στοιχεία.
Οπότε, θα πρέπει να μιλά κανείς για την εφαρμογή ενός… δεύτερου «κρυφού», μέχρι πρότινος, business plan, το οποίο προβλέπει νέο σερί λουκέτων.
Οι τρεις ανακολουθίες του πρώην CEO των Ελληνικών Ταχυδρομείων Γρηγόρη Σκλήκα
Οι 3 μεγάλες ανακολουθίες, που αποτελούν μια μεγάλη, πικρή αλλά και πλήρως αδιάψευστη πραγματικότητα για τα ΕΛ.ΤΑ., είναι οι εξής:
– Φθινόπωρο του 2023 η διοίκηση της εταιρίας είχε αναφέρει ότι από τον Ιούλιο του 2023 «έτρεχε» το νέο business plan για την ανάκαμψή της, με 18μηνη διάρκεια, πράγμα που σημαίνει ότι… Δεκέμβριο του 2024 ολοκληρώθηκε.
Αρα σήμερα ποιο πλάνο υλοποιείται;
– Τότε, πάλι, ανακοινώθηκε ότι είχε ολοκληρωθεί η αναδιοργάνωση του δικτύου σε 143 σημεία, με την ενοποίηση υποστελεχωμένων και μη κερδοφόρων καταστημάτων.
Πώς προέκυψαν αυτά τα σημερινά υπό αναστολή λειτουργίας 204 ΕΛ.ΤΑ. κανείς δεν εξηγεί.
– Ο πρώην CEO έθεσε ως στόχο του πλάνου τη μετάβαση από ζημίες σε κέρδη στη χρήση του 2024, αλλά οι ζημίες παραμένουν.
Το μεγάλο ψέμα θα είναι να ισχυριστούν κάποιοι ότι δεν… ήξεραν για τα νέα λουκέτα.
Ο ορκωτός λογιστής είχε προειδοποιήσει στις ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του 2024, που εγκρίθηκαν από το ∆ιοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικά ΤΑΧΥ∆ΡΟΜΕΙΑ Α.Ε. την 16/07/2025, για το «παγόβουνο» που ερχόταν. Ειδικότερα, διαπίστωνε μια «ουσιώδη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη συνέχιση της δραστηριότητας» με ρητή αναφορά στις ζημίες μετά φόρων ποσού 8,372 εκατ. ευρώ και 11,248 ευρώ αντίστοιχα, για τον όμιλο και την εταιρία, όπως και για το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων τους, που κατέστη αρνητικό κατά 140,111 εκατ. ευρώ.


